Ιδρωμένο καλοκαίρι, χειμώνας μισοσκότεινος στα μαγαζιά που βρίζεις. Ο Α. κοροϊδεύει τους στίχους στο r&b που παίζει τρίτη φορά απόψε, ανάμεσα σε δαπίτες και μια μπαργούμαν που παραέχει στιλ για να γουστάρει αυτόν ή τον οποιονδήποτε, όμως κάποιοι κουνιούνται αργά με το κομμάτι και τα μάτια τους είναι κλειστά. Κάτι τους έχει πιάσει. Εμείς είμαστε αυτοί που πετάμε έξω από την εικονική αρμονία κάποιον εξωτερικό παρατηρητή, όλοι οι άλλοι καλοντυμένοι, ενώ το πουκάμισο του Α. κρέμεται έξω από το τζιν του κι εγώ έχω πιασμένα τα μαλλιά μ’ ένα στυλό – τώρα το χρησιμοποιώ για να γράψω- .
Κάποιος ξερνάει στο πεζοδρόμιο. Πιες όση ρετσίνα θες και ξέρνα τον εαυτό σου, τη νύχτα, την εξεταστική, το άγχος της εισόδου στην αγορά εργασίας.
Ο παιδικός έρωτας με ρουφηγμένα μάγουλα απ’’ την πρέζα, όμως είμαι γαϊδούρα και για τότε θυμάμαι μόνο τον εαυτό μου κρεμασμένο στο τηλέφωνο.
Δυο άνθρωποι τελειώνουν ο ένας μες στον άλλο σε ένα one night stand, χωρίς προστασίες ή προϋποθέσεις και την επόμενη λένε “τι σκεφτόμουν, τι έγινε ρε μαλάκα, τι έκανα:”. Είναι αγγελικό και μαύρο το φως απόψε και όντως αυτή εδώ είναι η κόλαση με τέτοιο ακριβώς φως κι όποιος πει ότι το περίμενε λέει ψέματα.
Ο άντρας δίπλα μας, νομίζω βαριέται εξίσου μ’εμάς κι εναλλάσσει το βλέμμα του: ποτό- μπουκάλια στη μπάρα και πάλι πίσω. Μαντεύω πως σκέφτεται πως οι πλούσιοι έχουν τη δυνατότητα να αποταμιεύουν για ν’ αγοράσουν στο μέλλον βλαστοκύτταρα, αλλά το δικό του κορίτσι είναι φτωχό. Δε ντύνεται ακριβά, δεν ξέρει από μάρκες. Δεν έχει αυτοκίνητο. Υπάρχουν μέρες που είναι χλωμή απ΄τη δουλειά και το ξενύχτι. Και μόνο όταν είναι να βρεθούνε, βάφει τα χείλη της με κόκκινο κραγιόν. Ο άντρας θέλει να της πει πόσο όμορφη είναι χωρίς αυτό το κραγιόν, αλλά φοβάται πως θα τη λυπήσει. Δεν πρόκειται να ζήσουν και για πάντα, άλλωστε μονάχα οι πλούσιοι μπορεί να αγοράσουν βλαστοκύτταρα στο μέλλον. Για άλλους φτάνει κι ένα κόκκινο φτηνό κραγιόν.
Απέναντί μας δύο ξανθά γυναικεία κεφάλια, που τιτιβίζουν: “αχ πάμε, να ψάξουμε ανάμεσα στα τσιπς και στα αγόρια για τον τέλειο, τον άπιαστο εραστή”. Θέλω να τους μαρτυρήσω πως εκείνος μένει σπίτι, κρυμμένος στα σεντόνια, μόνος.
Δίπλα τους ζευγάρι γύρω στα πενήντα, τον άνδρα δεν τον παρατηρώ πολύ, εκείνη τη βάφτισα ‘μητέρα του κόσμου’. Οι μητέρες του κόσμου αγοράζουν φτηνά ρούχα.Φοράνε παλιομοδίτικα παπούτσια. Ξυπνάνε χαράματα, να βάλουν πλυντήριο με το νυχτερινό ρεύμα. Οι μητέρες του κόσμου κάνουν οικονομία απ’τη ζωή.
Η αθηναϊκότητά μας, μοιάζει μια μαύρη τρύπα. Αντιφάσεις και ανεξήγητα κι όλο να πάμε να φύγουμε στα νησιά και στην Αγγλία. Ή ακόμη χειρότερα ανταγωνιζόμενοι γενικώς με τους πάντες σε αποθέματα μετριοπάθειας και κοινωνικής επιτυχίας. Και οι συμπότες μας, παλιοί και νέοι επισκέπτες της μητροπολιτικής βάναυσης ομορφιάς, άγνωστες πια φιγούρες που δυσφορούν γύρω απ’ το κέντρο της πόλης, δεν έχουν τι να πουν, διαβάζουν ακατανόητες θεωρίες, τσακίζουν σουβλάκια μετανιωμένοι για τον λιναρόσπορο που περιμένει στο ντουλάπι, προοδεύουν ή απελπίζονται ολοκληρωτικά, χορεύουν, ρωτάνε τι είναι αυτός ο εφκα, ο δε γαμιέστε πια, χάνονται ακινητοποιημένοι στην κίνηση, χάνονται ακινητοποιημένοι στο τελευταίο δεκάλεπτο του όγδοου επεισοδίου του τρίτου κύκλου, εντέλει όλο χάνονται. Και ύστερα βρίσκονται ξαφνικά σ’ ένα κοινό πένθος που δεν περίμεναν ότι θα τους πιάσει απ’ το λαιμό στα καλά καθούμενα Ιούνη μήνα, καθώς η μηχανή του ταμείου κουδουνίζει και ο μπάρμαν διώχνει τα μπουκάλια απ’ το μπαρ.
υ.γ. Στο σουβερ του ποτού άφησα αυτό:
Μια μέρα θα ερωτευτείς κάποιον
που αφηγείται ιστορίες
λες και τραγουδάει
για την αγάπη.
Η τρυφεράδα θα σώσει τον κόσμο.
Γράφω γιατί αλλιώς θα σκάσω.