Ήταν τα γενέθλιά μου. Όλα έγιναν με ένα εισερχόμενο μήνυμα: ώρα τάδε, στέκι τάδε. Και αυτό ήταν. Μιλούσαμε, γελούσαμε κι ανάμεσα στα χαχανητά μελαγχολούσαμε και λίγο, τόσο όσο δηλαδή σηκώνουν αυτές οι κουβέντες που απ’ την κυοφορία τους ακόμα ως ιδέες, ενέχουν μια συγκίνηση κι έναν λυρισμό ρομαντικό.
Ήταν τα γενέθλιά μου κι είχα δικαίωμα να διακόπτω κάθε τόσο τη ροή της συζήτησης για να ψελλίσω “είμαστε καλοί, τι καλά που είμαστε καλοί!’. Κι αυτό ήταν που μετρούσε στην τελική κάνοντας τον τότε γενεθλιακό απολογισμό, ότι έχουμε ανθάκια στην ψυχή και δεν τα ξεριζώσαμε για να ρίξουμε μέσα μας μπετόν.
Τούτη ήταν η αυτοκριτική μου. Μα ξέρετε ποιο είναι το πρόβλημα με τις αυτοκριτικές συνήθως; Και δε μιλώ για την αυτοκριτική την επιδερμική, την εύκολη, που αποσκοπεί απλώς σε μια διατράνωση του εγώ και καταπραΰνει ανησυχίες κι ενοχές, ούτε για αυτές που γίνονται κατόπιν εορτής επειδή σε ανάγκασαν οι συγκυρίες και τα γεγονότα και δε θες να φανείς ένας υπερόπτης παρτάκιας, μήτε για εκείνη που καταλήγει με μπακαλίστικα συν πλην γιατί εντάξει μη σε περάσουν και για ψώνιο ή για την αυτοκριτική την επετειακή, επειδή ήρθε πάλι ο καιρός σε γιορτές κι αργίες. Γι’ αυτή την αυτοκριτική που μόνο σκοπό έχει να βολέψεις καλύτερα τα οπίσθιά σου στον κόσμο μη νοιαζόμενος αν κρύβεις κάμποσο τη θέα του διπλανού. Μιλώ για τις αυτοκριτικές που καθίζεις κάτω τον εαυτό σου, συχνά – πυκνά και τον κάνεις φύλλο και φτερό, γιατί αξιώνεις να είσαι η πιο καλογραμμένη έκδοσή σου, η πιο συνειδητοποιημένη, ώστε αυτό το προσωπικό σου “καλύτερο” να το μοιραστείς έπειτα και με τους άλλους. Ξέρετε λοιπόν ποιο είναι το πρόβλημα με αυτές τις αυτοκριτικές; Πως συνήθως τις εξαντλούν σε υπέρμετρο βαθμό , μέχρι αηδίας, άνθρωποι που δε χρειάζεται.
Εκεί που γινόταν όλη αυτή η κουβέντα λοιπόν, σε ένα κράμα αγαπουλίασης και γλυκύτατης μελαγχολίας, γύρισα το κεφάλι προς μια καρέκλα του διπλανού τραπεζιού που στην πλάτη της με μεγάλα γράμματα κυματιστά έγραφε ΝΑ ΜΙΛΑΣ. Και το έδεσα πως είναι το μήνυμα για τη νέα χρονιά που τώρα περπατάω αυτό το Να Μιλάς γιατί ανεξαρτήτως του αν λέμε πολλά ή λίγα εν τέλει σκέφτομαι σε πόσα λόγια βάζουμε χαλινάρι πριν από το στόμα μας βγουν κι είτε τα μαντρώνουμε μέσα βαθιά ή τα οδηγούμε προς μια κατεύθυνση πεπατημένη χωρίς να τα αφήσουμε να τρέξουν ελεύθερα προς τον αρχικό τελολογικό τους προορισμό.
Και πόσες φορές ο άλλος μας μιλούσε αλλά εμείς είχαμε βιδώσει στην καρέκλα μας, στο σώμα, στο κεφάλι, στο μυαλό μας την ταμπελίτσα του Μην Ενοχλείτε κι εξορίσαμε τη συνομιλία στον κουβά των αχρήστων κι ο άλλος έμεινε να μιλά για λίγο μόνος του, μέχρι να νιώσει επιεικώς βλάκας, να μαζευτεί, να αποτραβηχτεί κρεμώντας κι αυτός ένα Μην Ενοχλείτε στο κούτελό του.
Και αν τύχει και λέμε, λέμε και τίποτα δε λέμε. Λέμε αλλά δε μιλάμε. Δε μιλάμε γιατί δεν επικοινωνούμε παρά χτίζουμε ψηλά οικοδομήματα με τούβλα από φθόγγους, κλεινόμαστε μέσα και α! Τι ωραία που υπάρχουμε. Και δε μιλάμε, μόνο περιχαρακωνόμαστε στη στενή μας ύπαρξη, στα μεγαθήρια από φθόγγινα τούβλα, αντί με τα λόγια μας να πλάθουμε θάλασσες κι όλοι μαζί να πλατσουρίζουμε και να βουτάμε ο ένας στο βυθό του άλλου.
“Αυτή την καρέκλα που γράφει να μιλάμε;”
είπα φεύγοντας στον φίλο που μας σέρβιρε,
“αυτή την καρέκλα να τη βάψετε μπλε.“
Η τρυφεράδα θα σώσει τον κόσμο.
Γράφω γιατί αλλιώς θα σκάσω.