Ξύπνησα νωρίς, πολύ νωρίς, με μια έντονη υπερένταση, έπιασα ξεσκονόπανα και σκούπες γιατί ως γνωστόν αυπνίες ίσον πρωινή φασίνα και νιώθω πιο ΗΜΑΝΑΜΟΥ από ποτέ. Και τώρα κάθομαι στο παράθυρο, μια κούπα καυτό καφέ ανά χείρας, λάπτοπ δίπλα, σε ένα καθαρό κι αστραφτερό σαλόνι, με τα χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια του απέναντι να μεταβάλλουν τα χρώματα της τζαμαρίας.
Χαράζει. Αν ξημέρωνε μια οποιαδήποτε Κυριακή, θα έγραφα για αυτό το λουλούδι στο μπαλκόνι μου που δε λέει να μαραθεί σαν παρηγοριά μου για τον επακόλουθο χειμώνα. Ίσως πάλι να έγραφα για τις στιγμές που γεμάτοι δέος, αναπνέουμε όσο το δυνατόν πιο σιγανά, να μην ξυπνήσουμε την ομορφιά. Η για τις νοητές ευθείες που διαμορφώνονται όταν τα βλέμματα δύο τυχαίων αγνώστων ανθρώπων συναντιούνται στο πλήθος, παρά τα εμπόδια άλλων κεφαλιών, μαλλιών, και λοιπών παρευρισκόμενων αντικειμένων. Θα έγραφα για κάτι γλυκά αισιόδοξο, γιατί εγώ πρώτη το έχω ανάγκη, σαν ένα χαπάκι χαράς, μια ημερήσια δόση γαλήνης.
Ετυχε η Κυριακή που ξημερώνει να είναι η 6η Δεκεμβρίου. Κι η μέρα ανήκει στον Αλέξη. Η μέρα ανήκει στη μνήμη, στην πρόκληση να μην ξεχάσουμε, να μην κλείσουμε τα μάτια.
Διαμαρτυρόμαστε, ναι. Και σήμερα ωραία θα τα γράψουμε, ωραία θα τα συζητήσουμε με τους φίλους, ωραία θα τσακωθούμε με τους “ναιμεναλλάκηδες” και θα την πούμε στο κάθε μιαρό σχόλιο των σόσιαλ μίντια. Κι αύριο πάλι θα τα ξεχάσουμε. Κι από μεθαύριο θα τα καταπιούμε. Είναι πολύ ειρωνικό, κι ίσως και μια οργή τεράστια κρύβει από μέρους μου τούτο που θα πω, μα θεωρώ πως πολλάκις σε θέματα κρατικής καταστολής και ασυδοσία εξουσιαστικής βίας είναι πολλοί εκείνοι που δε διαμαρτύρονται γιατί πιέζονται να καταπιούν αυτά, αλλά επειδή αφού τα καταπίνουν κανείς δεν έρχεται να τους χτυπήσει στην πλατούλα να ρευτούνε.
Σήκω. Ρίξε νερό στο πρόσωπό σου, μην βουλιάξεις στα ανακατωμένα σου σεντόνια, ξύπνα, αργήσαμε, ετοιμάσου. Κι όχι απαραίτητα για να κατέβεις στο δρόμο, καταλαβαίνω φέτος είναι τέτοιες οι συγκυρίες που είναι δικαίωμά σου να αισθάνεσαι ανασφάλεια και να μείνεις στο κουκούλι σου προστατευμένος. Δε θα σου κάνω κήρυγμα, άλλωστε και ‘γω στον καναπέ είμαι με το λάπτοπ στα μπούτια, δεν δένω τα παπούτσια μου, ούτε παίρνω το μπουφάν μου. Μα σήκω, να θυμηθείς τι έγινε σαν σήμερα το ‘08, σήκω να κοιτάξεις τον εαυτό σου στα μάτια και να του υποσχεθείς πως και του χρόνου θα θυμάσαι, και ύστερα για πολλά πολλά χρόνια, πως η αστυνομική εξουσία δολοφονεί. Σήκω. Να μην ηγεμονεύσει ο θάνατος.
Πες μου μαμά…
Πες μου τι γίνεται μ’ εκείνα τα παιδιά
που αν και γεννιούνται κανονικά,
δε μεγαλώνουν κανονικά
δεν ονειρεύονται κανονικά,
ούτ’ ερωτεύονται κανονικά
Πες μου μαμά…
Πες μου αν πεθαίνουν
Πες μου αν πεθαίνουν κανονικά
Η τρυφεράδα θα σώσει τον κόσμο.
Γράφω γιατί αλλιώς θα σκάσω.