Όταν ήμουν πιτσιρίκι, είχα αδυναμία στα παραμύθια. Ένα απ’ όσα μου ‘λεγε ο μπαμπάς μου το βάφτιζε “ Η Γελαστή κι η Αγέλαστη Πολιτεία”. Ήταν που λέτε μια φορά κι έναν καιρό, δύο πολιτείες γειτονικές και σχεδόν όμοιες στην όψη. Είχαν όμως μια μεγάλη διαφορά. Η πρώτη, ήταν λουσμένη στο φως, γεμάτη χρώματα, κάθε της γωνιά και κάθε της κάτοικος ήταν γεμάτος λουλούδια και γέλια ξεπηδούσαν από τις γωνιές. Οι κάτοικοι της χαμογελούσαν, απολάμβαναν τη γαλήνη κι έλεγαν “καλημέρα”, “ευχαριστώ” και “παρακαλώ”. Ετούτη ήταν η Γελαστή Πολιτεία. Ακριβώς δίπλα της, βρισκόταν το άκρον αντίθετο: μια πολιτεία γκρίζα, τόσο μουντή που έμοιαζε λες και κουβαλούσε το προσωπικό της σύννεφο συνεχώς, σα να βρέχει μονίμως και σίγουρα έβρεχε στις ψυχές των ανθρώπων της, που ήταν σκυθρωποί και γκρινιάρηδες, χαμένοι σε μια ατέρμονη δυσαρέσκεια και κατήφεια. Κι έμοιαζαν τα χείλη τους άκαμπτα. Δικαίως αυτή η πολιτεία ονομαζόταν Αγέλαστη.
Παρακάτω το παραμύθι δεν μπορώ να το ανακαλέσω στη μνήμη μου, ώστε να σας πω την πρωτότυπη ιστορία ολοκληρωμένη. Οπότε θα κάνω μια άτακτη περίληψη της συνέχειας. Μια μέρα οι κάτοικοι της Αγέλαστης Πολιτείας κουράστηκαν από αυτήν την κατάσταση. Κι όλο το γκρίζο σύννεφο που σκέπαζε το μέσα τους βγήκε στην επιφάνεια, έγινε οργή και φθόνος και κακία, μίσησαν τους γείτονές τους που πάντοτε έμοιαζαν χαρούμενοι, χωρίς αυτοί να μπορούν να καταλάβουν το γιατί. Συνέκριναν τις πόλεις τους, τους δρόμους και τα σπίτια τους, τα γεγονότα της καθημερινότητας τους, όλα, έμοιαζαν σχεδόν ίδια κι άκρη δεν έβγαινε. “Αφού τα πάντα είναι πανομοιότυπα”, σκέφτηκαν, “ μάλλον κρύβουν κάποιο μυστικό, στο οποίο οφείλουν τη χαρά τους”. Και κάποιος πέταξε την ιδέα πως ευθύνεται η κόρη του αρχηγού της Γελαστής Πολιτείας, ότι αυτή είναι ο πυρήνας που μοιράζει ευτυχία. Η ζήλια τους τότε θέριεψε, ο θυμός τους φούντωσε, είχαν αγανακτήσει με την αδικία, “θα πάμε να την κλέψουμε!” αναφώνησαν
Από’ δω και κάτω, δεν θυμάμαι τίποτα για την εξέλιξη, ίσως με έπαιρνε κι ο ύπνος. Οπότε, θα γεννήσω ένα νέο παραμύθι από το παλιό – μπαμπά συγγνώμη, κράτα τα πνευματικά δικαιώματα αν θες-. Ξεκίνησαν την επόμενη μέρα, τα χαράματα, οι πιο δυνατοί Αγέλαστοι άντρες, μιά και δυό, με αποφασιστικότητα αλλά και πολύ προσοχή, περνάνε τα σύνορα, εισβάλλουν στη Γελαστή Πολιτεία, διασχίζουν τα ήρεμα σοκάκια της και εισπνέουν τη γαλήνια αύρα της νύχτας της, πονάνε ακόμα περισσότερο. Δεν ξεχνάνε όμως την αποστολή τους, ακόμα κι όταν σοκάρονται από το πόσο μοιάζουν οι δύο πόλεις, ειδικά χωρίς το φως της ημέρας, μοιάζουν πανομοιότυπες, δεν ξεχνάνε το σχέδιο ακόμα κι όταν ανεβαίνει ένας κόμπος στο λαιμό τους.
Φτάνουνε λοιπόν στην Γελαστή ακρόπολη. “Εδώ βρίσκεται η κόρη, γρήγορα!” και σαν σίφουνες ανεβαίνουν δύο-δύο τα σκαλιά, με έναν κρότο ανοίγουν την πόρτα του δωματίου της αρχηγοπούλας, επιτέλους, αχ, επιτέλους θα βρουν και εκείνοι την ευχαρίστηση, θα μάθουν να τραγουδούν ανέμελα, να περπατάνε κοιτάζοντας τον ουρανό κι όχι το πλακόστρωτο, αχ ήρθε η ώρα, να μάθουν να χαχανίζουν, θα έχουν το μόνο που επιθυμούσαν, λίγη χαρά, ω ναι χαρά επιτέλους, μόνο χαρά και… Ήταν άδειο. Το δωμάτιο ήταν παντελώς άδειο. Δεν υπήρχε κανείς, δεν ακουγόταν τίποτα, παρά μόνο κάτι κρακ από το αριστερό μέρος του στήθους των Αγέλαστων ανδρών, τίποτα άλλο, μόνο εκείνοι. Κι η ψυχή τους βάρυνε. Είχε κιόλας αρχίζει να ανατέλλει ο ήλιος, μα για εκείνους όλα ήταν πίσσα, σκοτάδι.
Έσυραν τα βήματά τους στα σκαλιά. Οι Γελαστοί άνθρωποι θα είχαν ξυπνήσει τώρα, οι δρόμοι θα ήταν γεμάτοι, θα τους έβλεπαν, θα τους έπιαναν, όλα είχαν τελειώσει ,η αποστολή τους, μαζί και η ελπίδα τους, είχε ναυαγήσει. Με ψyχή ασήκωτη βγήκαν από τον πύργο, το φως του ήλιου ήταν εκτυφλωτικά λαμπερό, τους έκανε να χάσουν την όραση τους για λίγα δευτερόλεπτα. Κι ύστερα είδαν τους δρόμους και τους κατοίκους της Γελαστής Πολιτείας, εξακολουθούσαν να μοιάζουν όλα με τη δική τους Αγέλαστη πόλη, όχι, όχι δεν έμοιαζαν απλά ήταν ίδια, ακριβώς ίδια…Να το μαγαζί του ενός και το λουλούδι που φύτεψε προχθές ο δεύτερος, να το σπιτάκι του άλλου κι η οικογένειά του στην αυλή, να ο φούρνος τους και το μπακάλικό τους, να η πλατεία που μαζεύονται τα βράδια.
Μπερδεμένοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, μια γυναίκα τους πλησίασε κοιτώντας απορημένα. Από το χέρι τους έπιασε με καλοσύνη, όλα τα κατάλαβε αμέσως. “Χθες ξέρω, ετούτη η πόλη έμοιαζε σκοτεινή, βουτηγμένη στη θλίψη κι όλοι μας για τους λόγους μας έκαστος, ήτανε δυστυχισμένος. Κι έτσι ξεχάσατε κάθε φορά που μας έλουζε η χαρά κι η ικανοποίηση, το φως, η ξεγνοιασιά, τα τραγούδια και τα χαμόγελα. Νομίζατε πως πάντα κυβερνούσε η μαυρίλα αυτόν τον τόπο. Ξεχάσατε τις τόσες μέρες που η Αγέλαστη Πολιτεία ήταν η Γελαστή Πολιτεία”.
(…και ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα)
Η τρυφεράδα θα σώσει τον κόσμο.
Γράφω γιατί αλλιώς θα σκάσω.