Κάμποσους μήνες πριν έφτασε στα μάτια μου μια εικόνα: δύο ελέφαντες βρέθηκαν σε ένα χωριό της επαρχίας Yunan στην Κίνα, αναζητώντας καλαμπόκι και άλλα τρόφιμα. Τελικά βρήκαν 30 κιλά κρασί καλαμποκιού, που είχαν ετοιμάσει οι αγρότες και τα ήπιαν όλα. Αργότερα, φωτογραφήθηκαν να κοιμούνται μεθυσμένοι, ξαπλωμένοι πλάτη-πλάτη σε μια καταπράσινη φυτεία τσαγιού. Εμοιαζαν τόσο ευχαριστημένοι όπως αναπαυόντουσαν νωχελικά, σε μια απόλυτη ηρεμία, μια γαλήνια αρμονία. Πολύ μου άρεσε αυτή η εικόνα. Τους ζήλεψα τους ελέφαντες.
Οι πιο παλιοί είχαν μια νοοτροπία που έλεγε «O,τι χαλάει, το φτιάχνουμε, δεν το πετάμε» κι έτσι πιστεύω σε κάθε σπίτι πατρικό, υπάρχει ένα δωμάτιο, που παρά τον αρχικό λόγο ύπαρξής του, μετατράπηκε σε αυτό που θα ονόμαζα ξεφορτώστρα. Γελάω λίγο τώρα, γιατί τον όρο “ξεφορτώστρα” τον εφηύρα αρχικά αναφερόμενη σε ανθρώπους, σε μια προσπάθεια να περιγράψω εκείνη τη φιγούρα της κάθε παρέας, που ανά διαστήματα μοιάζει να υφίσταται με σκοπό οι υπόλοιποι να αδειάζουν το ψυχικό τους φορτίο πάνω της. Το κακό βέβαια και στις δύο παραπάνω περιπτώσεις είναι πως η εκάστοτε ξεφορτώστρα δεν επέλεξε αυτοβούλως αυτό το ρόλο. Το κακό είναι πως, πάσης φύσεως ξεφορτώστρες, δωμάτια κι άνθρωποι, θέλουν ένα ρεπό από τούτο το καθήκον, θέλουν να ξαποστάσουν. Θέλουν να γίνουν οι ελέφαντες στη φυτεία.
“Ο,τι χαλάει το φτιάχνουμε, δεν το πετάμε”. Έτσι αυτοβούλως. Χωρίς να το ρωτήσουμε αν αντέχει άλλο στο χρόνο, αν θέλει να φτιαχτεί και να συνεχίσει το έργο για το οποίο δημιουργήθηκε. Τις προάλλες ένα εξάρτημα της καφετιέρας, ξαφνικά παραιτήθηκε από το να κάνει τη δουλειά του σωστά. Το επιδιόρθωσα αδιαφορώντας για το αν γουστάρει να υπηρετεί ακόμα το ρόλο του, ή αν η αναπάντεχη βλάβη του είναι μια πράξη διαμαρτυρίας, επειδή βαρέθηκε να μου φτιάχνει καφέ κάθε πρωί. Στο κάτω -κάτω, αυτό το χαλασμένο κομματάκι, ίσως ποτέ να μην γούσταρε να γίνει εξάρτημα καφετιέρας. Κι όμως, είναι και θα είναι, όσο κι αν το εξουθένωσε. Οσο κι αν θέλει απλά να είναι ο ελέφαντας στη φυτεία.
Α, και το μυαλό μου κλάταρε λίγο και συνέβη η κλασική κατερινίστικη άμυνα του “κατεβάζω ρολά”, που σημαίνει ότι επειδή πολλές πληροφορίες και πολύωρη αδιάκοπη εργασία κι επεξεργασία εγκεφαλική, το μυαλό ξάφνου σβήνει και δεν περνάει τίποτα το φίλτρο του. Μα εκείνη την ώρα είχα δουλίτσα κι έτσι απλά κι απολυταρχικά, του σήκωσα το ρολά μετά βίας και το ξανάριξα στη σκέψη. Ναι προφανώς χωρίς να ενδιαφερθώ για τις αντοχές του. (Όπως είχα κάνει και με την καφετιέρα ντε, η οποία εκούσια ή ακούσια δε με νοιάζει, τη δουλειά της συνέχισε να την κάνει. Αν και ο καφές μετά από αυτό δε βγαίνει ποτέ ιδανικός, μωρέ μπας και μου έχει κακιώσει; Μπα, δεν είναι αυτό γιατί δε με συμφέρει).
Και το εσωτερικό σύστημα παραγωγής συναισθημάτων παθαίνει κάτι βλάβες παρεμφερείς, νεκρώνουν κάπως οι απολήξεις του θαρρώ, μάλλον κουράστηκαν κι αυτές. Αλλά το χαβά μου, βάζω κατευθείαν μυαλό και ψυχή στην πρίζα και κάνω τη χαζή, προφανώς και δεν ακούω την Ξίου μου ώστε να τους δώσω χρόνο να αναπαυθούν, όχι δεν ακούω κι αυτά που με παρακαλούν να τα αφήσω ήσυχα για λίγο, όχι δεν ακούω που μου ψιθυρίζουν για κάτι ελέφαντες μεθυσμένα ξαπλωμένους σε μια φυτεία.
“Ο, τι χαλάει, δεν το πετάς, το φτιάχνεις”. Τις έννοιες, τις νοοτροπίες, τα ιδανικά. Οσο παλιά κι αν είναι, όσο αναχρονιστικά, όσο πλέον ακατάλληλα, όσο κι αν έχουν κυκλοφορήσει καινούρια, όσο κι αν σάπισαν και βρώμισαν κι έγιναν γραφικά, όσο κι αν δεν εξυπηρετούν πια. Δεν πετάμε τίποτα, έτσι μας μάθανε οι παλιοί, είμαστε υπάκουα καλά παιδιά, να μη στεναχωρήσουμε μαμάδες μπαμπάδες, θειάδες και παππούδια, να τα κρατήσουμε όλα, με μια μπακαλίστικη και πρόχειρη αναπροσαρμογή.
– Μα δε μπορούν να λειτουργήσουν πια!
-Σκάσε, θα τα κρατήσουμε.
-Μα είναι έτοιμα να καταρρεύσουν.
-Δεν τα πετάμε!
-Μούχλιασαν, φθάρθηκαν, τρίφτηκαν, είναι παλιατζούρες!
– Φτιάχνονται είπαμε, κόλλησε από ‘δω, κάρφωσε από ‘κει, μίκρυνε το εδώ, φάρδυνέ το εκεί.
– Μα δεν μ’ αρέσουν
-Μα δεν έχει μα.
Κι όλο αυτό, επαναλαμβανόμενο μοτίβο κεντημένο στο αέναο ιστορικό συνεχές. Κι εμείς να κρατάμε, να κρατάμε, να θαβόμαστε κάτω από όλα εκείνα τα χαλασμένα και τα σκοροφαγωμένα, να θαβόμαστε τόσο βαθιά που δεν φτάνει φως, δε φτάνει ήχος, δε φτάνει αεράκι, δε φτάνουν οι ψίθυροι πως κάπου, σε απόλυτη γαλήνη, υπάρχουν ξαπλωμένοι δυο ελέφαντες.
Η τρυφεράδα θα σώσει τον κόσμο.
Γράφω γιατί αλλιώς θα σκάσω.