Ξύπνησε μ’ένα συναίσθημα περίεργο, ήταν μια όμορφη καλοκαιρινή μέρα που όλα γύρω αβίαστα κυλάνε, μα αυτός μ’ένα βάρος στο στήθος από τη στιγμή που άνοιξαν τα μάτια του, ένιωθε σα να ‘χει παχύνει το μέσα του, οι σκέψεις και τα συναισθήματα και το αίμα στο κυκλοφορικό του σύστημα όλα πιο αργόσυρτα και πιο βαριά. Αν είχε ποτέ συγκεντρώσει όσα έχουν ειπωθεί για το εσωτερικό του βάρος, τώρα μπορεί να είχε τρελαθεί. Αν είχε τρελαθεί, δε θα φοβόταν πια· κι αν δε φοβόταν πια, θα ήταν μόνιμα ευτυχισμένος· κι αν ήταν μόνιμα ευτυχισμένος, δε θα ήταν άνθρωπος· κι αν δεν ήταν άνθρωπος, δε θα είχε γεννηθεί ποτέ · κι αν δεν είχε γεννηθεί ποτέ κανείς δε θα το έπαιρνε χαμπάρι κι εκείνος θα μπορούσε να πιει ένα καφεδάκι με την ησυχία του.
Κοίταξε τον τοίχο απέναντι. Πάλι ξάπλωσε στον καναπέ του γραφείου του χθες. Η γυναίκα του είχε ήδη κοιμηθεί όσο εκείνος ακόμα ασχολούνταν με εκείνο που είχε εκπαιδεύσει πλέον τον εαυτό του να της παρουσιάζει αρκούντως πειστικά πως “είναι θέματα της δουλειάς”. Κι ένα “αγάπη μου” προσεκτικά ακουμπισμένο δίπλα από τη φράση του, που περισσότερο προβάρισμα χρειάστηκε απ’όλη την προηγούμενη μούφα δικαιολογία, γιατί ,εντάξει, δεν ήταν καλός με τα συναισθήματα. Κι έτσι, ανεβάζοντας πλέον την ίδια παράσταση τα τελευταία χρόνια, είχε γίνει πρώτης τάξεως ηθοποιός, η γυναίκα του είχε ήδη κοιμηθεί πριν αυτός καν φορέσει τη ρόμπα του κι εκείνος κρυμμένος, θαμμένος πίσω από από τα αθώα του ψεματάκια, ηρεμούσε. Κοιτούσε ακόμα τον τοίχο απέναντι, το χρώμα του σχεδόν δε φαινόταν πίσω από τα πτυχία και τα διπλώματα. Τα κορνιζαρισμένα αυτά χαρτιά ήταν τα μόνα που έμοιαζαν να έχουν τη συντροφιά το ένα του άλλου σ’αυτό το σπίτι.
Είχε σκοπό να απολαύσει την Κυριακή του. Με ένα φλιτζάνι ελληνικό καφέ βγήκε στο μπαλκόνι, τινάζοντας τα φύλλα των λουλουδιών που μπλέκονταν στην πορεία του από τη μπαλκονόπορτα ως την καρέκλα. Οταν η γυναίκα του θεώρησε την αγορά τους απαραίτητη για μια καλαίσθητη βεράντα σαν τη δική τους, εκείνος μ’ένα οσκαρικής ερμηνείας χαμόγελο, είχε απαντήσει το κλασικό “Βέβαια, αγάπη μου.” Από εκείνη τη στιγμή, δεν υπήρχε πρωινό που δεν τα είχε σιχτιρίσει.
Ηξερε πως κάποιος εξωτερικός παρατηρητής θα τον χαρακτήριζε ψεύτη, υποκριτή. Μα αυτός δεν έλεγε ψέματα από κακά, του είχε γίνει απλά μια συνήθεια, ως ο εύκολος δρόμος για να κερδίζει λίγο γρηγορότερα την ησυχία του κι εξάλλου έξις δευτέρα φύσις σωστά; Πίσω από αυτή την καθησυχαστκή σκέψη κρύφτηκε πάλι. Γενικά υποστήριζε πως η αγαπημένη μας λανθάνουσα συνήθεια είναι η υποκρισία. Δεν ήταν δικό του προνόμιο. Καθημερινά συναντούσε τόσες ανθρώπινες φάτσες κι ήξερε τι θα απαντήσουν αν τους ρωτήσει “στ’ αλήθεια κύριε, πόσες φορές θα σκεφτήκατε κοιτάζοντας εκείνο τον άστεγο οτι καθόλου δε σας νοιάζει αν θα φάει σήμερα ή θα πεθάνει της πείνας; Πόσες φορές εκείνο το κακομαθημένο πεντάχρονο θα θα μπορούσατε να το μαυρίσετε στο ξύλο αρκεί να μην απασχολεί το κεφάλι σας; Πόσο καλά θα μπορούσατε να κρύψετε οτι η μητέρα σας είναι μαγείρισσα, καθαρίστρια, υπηρέτρια; Πόες φορές αποφύγατε να επιστρέψετε με παρέα στο σπίτι σας, γιατί τα παλιά πλακάκια της κουζίνας σάς προκαλούν αηδία;”. Ηταν σίγουρος θα άκουγε από όλους ακριβώς αυτά που θα άκουγε και από το είδωλό του, που τον κοιτούσε από το τζάμι της μπαλκονόπορτας αυτή τη στιγμή. Κι εφόσον ήταν έτσι, η υποκρισία δεν ήταν καν επιλογή του, μπα, αναγκάστηκε να γίνει υποκριτής, ώστε να επιβιώσει στη νέα κανονικότητα. Μ’ αυτές τις σκέψεις πάλι εφησυχάστηκε.
Τράνταξε καταλάθος το τραπεζάκι και λίγος ελληνικός λέρωσε το τραπεζάκι. Έφερε ένα χαρτομάντηλο για να καθαρίσει κι ένα χαρτί, όπου σκόπευε να γράψει με μεγάλα γράμματα “ ΩΡΑΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΖΩΗ”, με την προοπτική να το κολλήσει στον καθρέφτη του μπάνιου, να το αντικρίζει αναγκαστικά όσο ξυρίζεται ή όσο πλένει τα δόντια του, μπας και καταγραφεί η πληροφορία στον εγκέφαλό του.
Μόλις το ‘γραψε, ενώ ακόμα είχε το μολύβι στο χέρι, οι συνθήκες ζωής του τού τσίμπησαν τον καρπό, εκείνος δεν το περίμενε, δεν πρόλαβε να κρυφτεί πίσω από μια κατευναστική δικαιολογία, αυτόματα τράβηξε μια γραμμή διαγράφοντας το “Η”. Έμεινε εκεί, να υπομένει τις φάπες τις βίαιης πραγματικότητάς του και σταδιακά να διαγράφει ένα- ένα τα γράμματα της φράσης από το τέλος προς την αρχή, ένα γράμμα για κάθε συνειδητοποίηση. ‘Ωσπου τελικά και το “ΩΡΑΙΑ” έγινε ένα ξερακιανό “Ω”, που τον κοίταγε με απορία; Με έκπληξη: Με απελπισία; Δεν είχε ιδέα και μιας και δεν ήξερε τι να κάνει μ’αυτό το “Ω” ή πού να το βάλει, το έβαλε τελικά στον κΩλο του.
Ξανακοίταξε το είδωλό του στη τζαμαρία. Πίεσε τα λεπτά του χείλια να ανασηκωθούν. ‘Επρεπε να προβάρει κι άλλο το γέλιο. Προσπάθησε να σκεφτεί κάτι αστείο. “Ας γελάσω λίγο που θα λυπηθούμε κιόλας για την μεγαλειότητά μας. Ας γελάσω μαζί μας που είμαστε τόσο ίδιοι και για να επιβεβαιωθούμε πρέπει να σφαχτούμε. Ας γελάσω, γιατί το γέλιο είναι η χαρά της υποκρισίας, γελάστε γιατρέ μου, το γέλιο είναι υγεία.”
Η τρυφεράδα θα σώσει τον κόσμο.
Γράφω γιατί αλλιώς θα σκάσω.