Σκοντάφτω πάνω στα έπιπλα. Τα πόδια μου έχουν γεμίσει μικρές μελανιές. Δεν μου αρέσει αυτό, αλλά δε με παίρνει και να μιλήσω, αφού εγώ το προκαλώ. Για παράδειγμα έχω αφήσει τη βαλίτσα μου στη μέση του διαδρόμου και δεν λέω ούτε να την αδειάσω, ούτε να την πάω σε ένα πιο ακίνδυνο σημείο του σπιτιού. Την αφήνω εκεί, λες και πρόκειται να ξαναφύγω λίαν συντόμως, λες και οι τάσεις φυγής, ξέρω πια, θα εισέλθουν ύπουλα ξανά στο κεφάλι μου και θα αρχίζουν να διαδηλώνουν υπέρ μιας αυθόρμητης, ξαφνικής και κατάτι ηρωικής εξόδου. Βλέπετε; Με ξέρω πολύ βαθύτερα πλέον. Και περισσότερη αυτογνωσία ίσον δείκτης ότι μεγαλώνω μεστώνοντας. Που με τη σειρά του δείχνει πως γίνομαι χρόνο το χρόνο και περισσότερο σοφή. Μπούρδες! Σοφά είναι τα παιδιά. Που με έναν απλό, πάναπλο τρόπο λένε πεινάω, νυστάζω, θέλω να παίξω.
Παράλληλα βέβαια με διατρέχει μια αίσθηση σα να χορεύω μόνιμα τανγκό, δύο βήματα εμπρός, ένα βήμα πίσω. Λες κι είμαι ο Σίσυφος και όσο κι αν την πέτρα μου σπρώχνω, η πέτρα πάλι εν τέλει εμφανίζεται μαγικά στην αρχή της ανηφόρας ενώ εγώ από τη γραμμή τερματισμού εναγωνίως την ψάχνω. Υστερα, μόλις την εντοπίσω, μανιωδώς επαναφέρω στο μυαλό όλες τις προηγούμενες κινήσεις μου, διερωτώμενη αγρίως μήπως είμαι τόσο τρελαμένη/ τόσο αφηρημένη / ή απλά τόσο βλαμμένη που δεν την έσυρα καν μαζί μου ως την κορυφή του ανήφορου κι απλά την ξέχασα εκεί, παρατημένη στην αρχή φεύγοντας μόνη για τον προορισμό. Ο οποίος προορισμός να σημειώσω πως δεν είναι καν δικός μου. Προορισμός της (γαμω)πέτρας είναι, εγώ απλά καρπώθηκα χρέη κουβαλητή. Κι ούτε καν που την κουβάλησα τελικά. Κατόπιν βέβαια σκέφτομαι πως αποκλείεται να την ξέχασα στην εκκίνηση του βουνού μου, γιατί πώς αλλιώς να εξηγείται το βάρος που κάνει τα πόδια μου να τρεκλίζουν, να πονάνε, να βυθίζονται; Οχι, όχι πρέπει να φταίει η πέτρα.
Θέλετε να παίξουμε; Ελάτε.
Ολοι υπηρετούμε τις πέτρες μας. Σε κανέναν δεν αρέσει και δικαίως, ποιος θέλει να κυβερνά τη ζωή του μια πέτρα; Κι όλοι τις αντιπαθούμε, όλοι τις κράζουμε, όλοι ποθούμε να εξεγερθούμε, όλοι θυματοποιούμαστε στον αέναο κύκλο κουβαλήματός τους, αλλά το ίδιο εμβρόντητοι μένουμε κάθε φορά που η πέτρα δεν βρίσκεται μαζί μας στο τέρμα αλλά ειρωνικά μας κοιτά από την εκκίνηση (και μας κάνει κωλοδάχτυλο). Ολοι βγάζουμε τα ίδια ψυχολογικά, όλοι επιδιδόμαστε σε εργατοώρες ξεφυσήματος, όλοι μοιραζόμαστε κοινά ψυχοσωματικά, όλοι σε παράλληλες ανηφόρες λυπόμαστε τους εαυτούς μας για την πέτρα που μας έκατσε στο σβέρκο, αλλά δε της δίνουμε μια κλωτσιά να ησυχάσουμε. ‘Η έστω να κάνουμε μια μαζική απεργία. Αλλά και η πρωτομαγιά μια χαρά μας κάθεται να σημειωθεί ως απλή αργία στην ατζέντα και να γεμίσει με σχέδια εξορμήσεων στις εξοχές για χαζολόγημα, πικ-νικ και τσιπουράκια. Επειδή όμως η πέτρα παραμένει κύρης κι αφέντης και πρέπει ακόμα και σήμερα να σπρωχθεί, τι ωραία που πίνουμε τα τσιπουράκια μας στο πόδι, ισορροπώντας με τα χίλια ζόρια από το ένα χέρι το ποτηράκι από την άλλη τη (γαμώ)πέτρα ανηφορίζοντας.
Δε γίνεται να είμαστε τόσο γελοία πανομοιότυποι, τόσο απροκάλυπτα και άτεχνα καρμπόν, με βεβαιότητα θα πω: είδατε τι κάνει ο καπιταλισμός;
Ο χρόνος τα δίνει και τα παίρνει όλα. Μας πιάνει από τον ώμο, μας χαμογελάει τρυφερά, μας χαιδεύει τα μαλλάκια και φεύγει. Τι θέλετε; Να γράψω κι άλλο; Είναι εύκολο, ορίστε: Να σας πω ένα μυστικό; Μικρή ήθελα να γίνω ζωολόγος. Να γυρνάω εξωτικά μέρη και να φτιάχνω ντοκιμαντέρ με τις συνήθειες των ζώων. Να πάω στις ζούγκλες, να κατασκηνώνω σε τροπικά δάση, να γίνομαι μάρτυρας κάθε τοσοδούλας στιγμής της άγριας ζωής. Μετά κήδεψα αυτό το όνειρο, το βάφτισα σαχλό και παιδιάστικο. Το αποκλήρωσα με το που μεγάλωσα λίγο κι έγινα πιο σοφή. (Στο σημείο αυτό, αν ήμασταν σε κωμική σειρά θα έπεφτε γέλιο-κονσέρβα).Βλέπετε; Μια χαρά τα είπα νωρίτερα. Σοφή είναι η απλότητα στη σκέψη των παιδιών.
Ακόμα δεν μου απαντήσατε αν θέλετε να παίξουμε.
Η τρυφεράδα θα σώσει τον κόσμο.
Γράφω γιατί αλλιώς θα σκάσω.