Υπάρχει αρκετή ποίηση στα μπούτια
και στις λεζάντες των ειδήσεων, που δεν βγαίνουν στον αέρα
και στο μισοξεθωριασμένο σύνθημα στο βαγόνι του τρένου.
Στο παγάκι που σου φέρανε μαζί με το ούζο
ή στις λιωμένες από τον ήλιο νουαζέτες στο σπίτι της γιαγιάς.
Στις μύξες, υπάρχει σε αφθονία, ειδικά όταν τις ρουφάς μετά από ένα ρεσιτάλ κλάματος.
Κι όσες φορές τα ρήματα από ιδέες έγιναν λέξεις θανατώθηκαν. Γιατί όσες φορές έχεις την ανάγκη να το γράψεις, είναι επειδή λίγο παραπάνω απ’ό τι πριν δεν μπορείς να το πεις, δεν μπορείς να το νιώσεις και προσπαθείς να αναστήσεις την ιδέα που αργοσβήνει. Ληξιπρόθεσμα χρέη και μεγάλες φοβίες, ακατανόητες βραδινές σκέψεις οι λέξεις των ποιημάτων μας, άλλαξαν βλέπεις οι καιροί, δεν γράφουμε για να διδάξουμε, ούτε για να γίνουμε γνωστοί. Γράφουμε από ανάγκη.
Ο,τι αποκαλείται ιστορία δεν είναι παρά μια στυγνά ποιητική καταγραφή της ανθρώπινης ατυχίας. Οταν ήμασταν μικροί κρυβόμασταν στα χαρτόκουτα, μετά έφηβοι στις τουαλέτες, ύστερα στα βιβλία μας, τώρα πίσω από τις φιλοσοφικές μας ασπίδες και στο μέλλον φαντάζομαι πίσω απ’ τα παιδιά μας και τα παιδιά των παιδιών μας και τελικά κρυμμέοι, θαμμένοι ηρεμούμε.
Ξέρεις τι θα έπρεπε να πετάνε στις διαδηλώσεις αντί για μολότοφ; Βιβλία. Και σου εγγυώμαι οτι δεν υπάρχει πιο φλεγόμενο είδος από την ποίηση. Το νου σου λοιπόν , διάλεξε με σύνεση τα όπλα σου, η έκρηξη γίνεται στο διάστημα μεταξύ των λέξεων και των φιλιών.
Η τρυφεράδα θα σώσει τον κόσμο.
Γράφω γιατί αλλιώς θα σκάσω.