* ΑΥΤΟ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΣΕ 5’’ ΘΑ ΑΥΤΟΚΑΤΑΣΤΡΑΦΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΝΤΡΟΠΗ ΤΟΥ*
Ξύπνησα και με τρώει ελαφρώς που είναι Κυριακή και οι πρώτες ώρες του πρωινού μου – ποιόν κοροϊδεύεις Κατρίν, μεσημέριασε ήδη- δεν καταναλώνονται σε επεξεργασία και δημοσίευση ενός κειμενακίου στο “Στέκι” μου. Αυτή η μικρή ιεροτελεστία, κάνει, ξέρεις, τον κυριακάτικο καφέ πιο γευστικό, εμένα πιο ευδιάθετη και τον κόσμο λίγο πιο ελαφρύ. Σήμερα, τούτη την ιεροτελεστία δεν την έχω, ας πούμε πως ξενύχτησα χθες, ας πούμε και πως όλες τις προηγούμενες μέρες μυαλό και πόδια έτρεχαν αδιάκοπα κι έτσι κανένα κείμενο δεν πρόλαβε να γραφεί. Κι άμα το πάρουμε ότι βασικός σκοπός μου είναι να γεννάω κείμενα, κάπως αφελώς ίσως μπορούμε να κρίνουμε τις προηγούμενες μέρες ως χαμένο χρόνο – καμία εντελέχεια.
Με την Ο. χθες λέγαμε γι’ άλλα μα συνειδητοποιώ τα λεγόμενά μας μπορούν πέπλο να γίνουν και να καλύψουν μια ευρεία θεματολογία. Σκέφτομαι λοιπόν το χθεσινό παράδειγμα: Βρίσκομαι σε μια στάση λεωφορείου, περιμένοντάς το. Να ο σκοπός μου. Το λεωφορείο έρχεται σε σαράντα λεπτά. Υπομένω τα πρώτα είκοσι λεπτά αναμονής, κουράζομαι, βαριέμαι, έχω δύο επιλογές: να περπατήσω ως τον προορισμό μου, ή να περιμένω και άλλα είκοσι λεπτά, καθώς μόνο έτσι τα πρώτα είκοσι λεπτά αναμονής θα έχουν κάποια αξία και δεν θα ονομαστούν χαμένος χρόνος αφού θα εκπληρωθεί ο αρχικός μου σκοπός αναμονής: να πάρω το λεωφορείο.
Κάπως έτσι και τώρα, έχω ανοίξει το λάπτοπ, χτυπάω ρυθμικά τα πλήκτρα, ρουφάω παχουλές γουλιές καφέ κι ήδη το κυριακάτικο πρωινό – είπαμε μεσημέριασε- μοιάζει να οδηγείται αργά, νωχελικά σε ένα σκοπό: την παραγωγή κειμενακίου. Ενός κειμενακίου βέβαια που μοιάζει ως τώρα με την εικοσάλεπτη αναμονή του λεωφορείου, αυτή που τελικά κανένα νόημα δε φαίνεται να βγάζει, ούτε κάπου να καταλήγει, αν σκεφτείς ότι τόσες γραμμές λέω λέω και τίποτα δεν έχω πει. Κι ίσως θα ήταν πολύ πιο σώφρον (κι αλτρουιστικό για να σωθείς και συ αγαπημένε αναγνώστη) το κείμενο αυτό ποτέ να μην δημοσιευτεί κι εντός πέντε δευτερολέπτων από τη ντροπή του να αυτοκαταστραφεί. Εξακολουθεί να γράφεται μόνο και μόνο για να ειπωθεί κάπου – και scripta manent ξέρεις- πως χθες το βραδάκι διασχίζοντας την Πατησίων, συνομιλώντας με την Ο., με δύο φρεσκοαποκτηθέντα βιβλία παραμάσχαλα και αργότερα σ’ έναν καναπέ, σ’ ένα διαμέρισμα των Εξαρχείων, με κλειστά τα μάτια μου, το μέσα μου φώναζε “ωραία είναι η ζωή”. Κι αυτή ίσως, λέω ίσως, να είναι μια κάποια εντελέχεια.
Ωραία η αναζήτηση του χαμένου χρόνου, αλλά δεν είμαι δα κι ο Προυστ. Και ωραίο το παράδειγμα της εικοσάλεπτης αναμονής που καθορίζει το ποιος χρόνος είναι χαμένος, ναι δεν αντιλέγω, αλλά δε θέλω να το κάνω στη ζωή. Θα το κρατήσω για τα λεωφορεία.
Η τρυφεράδα θα σώσει τον κόσμο.
Γράφω γιατί αλλιώς θα σκάσω.