I.
Τώρα ας πούμε, εκεί που κάθισε να πιει έναν καφέ, θα διασταυρώνονταν απροσδόκητα, θ ‘αλληλοφωνάζονταν μ’ένα ερωτηματικό στο τέλος – ίσως να ήταν και θαυμαστικό, δεν ξέρουμε. Θα κοντοστέκονταν, θα τα ‘χαναν ίσως για λίγο, “τι κάνεις εσύ εδώ”;
Κι ύστερα, αφού εκτόξευαν σπίθες , μια αόρατη κλωστή θα έραβε τα μάτια τους, τόσο που τα βλέμματά τους μη ενωμένα θα αδυνατούσαν να υπάρξουν και μη μπορώντας αλλιώς να κάνουν μαζί θα πίνανε καφέ, θα μιλούσαν, θα διαχέονταν ο ένας στον άλλο και θα παραδέχονταν πόσο βλάκες υπήρξαν που κάποτε το άφησαν στη μοίρα του, να ξεθυμάνει.
Τώρα, στην καρέκλα που θα έπρεπε να κάθεται ο ένας τους, κοιμάται νωχελικά μια γάτα. Κι ίσως αυτό να είναι το καλύτερο για τον άλλο που στην απέναντι καρέκλα αποφάσισε να κάτσει να πιει έναν καφέ.
II.
Σε λούζομαι
σε αποκοιμιέμαι
σε γαληνεύομαι
σε φοιτώ
σε διψώ
σε κολυμπάω
σε λουλουδιάζω
σε εξαϋλώνομαι
σε αναγεννιέμαι.
[ρήματα ετεροπαθητικά]
Η τρυφεράδα θα σώσει τον κόσμο.
Γράφω γιατί αλλιώς θα σκάσω.