Τώρα που φτιάχνει ο καιρός, τις μέρες που δεν αυτονομείται αλλά ακολουθεί το ημερολόγιο, μη μένετε σπίτι, ανοίξτε παράθυρα, πόρτες και μυαλά, βγείτε έξω ,περάστε τη μέρα στο πάρκο της γειτονιάς και γίνετε ο αδέσποτος γάτος, ζήστε τον δρόμο που καθημερινά διανύετε για να πάτε στη δουλειά και ζωγραφίστε εικόνες από τις κολλημένες τσίχλες το πεζοδρόμιο, παρατηρήστε τους ανθρώπους. ‘Αμα κάνουμε μια παρετυμολογία της άνοιξης ίσως λέγαμε ότι προκύπτει εκ του “ανοίγω”. Κι εγώ, αυτές τις μέρες, ανοίγω το μέσα μου και κάνω γενική καθαριότητα -στον εαυτό μου, ποιός νοιάζεται για τη σκόνη στα έπιπλα – , αφήνω την ψυχή να αεριστεί.
Μη νομίζεις δύσκολη δουλειά, γιατί η σκόνη είναι πολύ άτιμη. Ξάφνου, βουαλά έρχεται, τόσο παράλογα λογικά που καταντάει αποκρουστικό. Σου λέει “φίλε δεν καθάρισες καλά, λούσου τα τώρα” . Κι έτσι μαζεύεται ήσυχα, πολύ ήσυχα, σχεδόν δεν την αισθάνεσαι, κάνει την κατάσταση αποπνικτική και αφόρητη και μετά το πρώτο φτέρνισμα, τσουπ! σκάει και το μπούκωμα. Τέτοιο μπούκωμα που ουρλιάζεις, βρίζεις , της λές ” Φύγε , φύγε “, αλλά η σκόνη εκεί.
Αν η σκόνη καλύψει τα έπιπλα, θα καλύψει και το στόμα σου, τα χέρια σου και στο τέλος την ψυχή σου. Και θα γίνουν όλα θαμπά και δυσδιάκριτα. Θολά νερά, θολά μυαλά, θολές συνειδήσεις και θολές επιλογές. Και οι επιλογές που δεν έχουν περαστεί με άζαξ σου κρύβουν τον ήλιο και κάνουν το μυαλό σου σκοτεινό. Μα η σκόνη δεν σέβεται τίποτα , δεν ενδιαφέρεται για την ανάγκη σου να αναπνεύσεις. Δεν εκτιμαέι τους ρυθμούς της καρδιάς σου. Δεν αστειεύεται βρε παιδί μου και ,δεν ξέρω για σένα, αλλά εμένα αυτοί που δεν αστειεύονται καθόλου, δεν μου αρέσουν.
Ανοίγω πόρτα ,βγαίνω στο δρόμο, παρατηρώ τους ανθρώπους. Είναι όλοι τους εκεί.
Οι ερωτευμένοι, οι μεθυσμένες, οι ξένοι, οι πληγωμένοι, οι μόνοι, οι απεγνωσμένες, οι ανικανοποίητες, οι διχασμένοι, οι παράξενες, οι απογοητευμένες, οι φοβισμένοι, οι απλησίαστοι. Είναι όλοι όσοι προσπάθησαν, τουλάχιστον μια φορά, να αυτοκτονήσουν, μα δίστασαν λίγο πριν το τέλος γιατί δεν ήξεραν τι να γράψουν στο αποχαιρετιστήριο σημείωμα. Οσοι επέλεξαν να χάσουν τον εαυτό τους πάνω σε μια μπάρα, στον πάτο ενός ποτηριού,μέσα σε μια συνεχόμενη νύχτα, κρυμμένοι ανάμεσα στα ράφια του σούπερ-μάρκετ.
Είναι και όλοι οι ηλικιωμένοι που αρνήθηκαν τον θάνατο, τη μοναξιά, τα πλήθη. Αρνήθηκαν και το γηροκομείο, που τόσο απλόχερα τους προσέφερε σαν εναλλακτική ο καλός εγγονός, “θα είσαι καλύτερα εκεί”. Ζουν ακόμη σε εκείνη τη μονοκατοικία στο τέλος του δρόμου, παρέα με μια στρατιά από γάτες . Η γιαγιά δεν έχει όνομα για τις γάτες, οι γάτες έχουν όνομα για τη γιαγιά μα δεν της το λένε ποτέ, την φωνάζουν απλά η καλή κυρία, με τον δικό τους γατίσιο τρόπο.
Θα δεις όσους και όσες δεν ένιωσαν ποτέ άνετα με το σώμα τους, γιατί το σώμα τους επέλεξε αυτοβούλως να μη νιώσει ποτέ άνετα με τα πρότυπα ομορφιάς. Οι βιομηχανίες, λέει, έβαλαν τα δυνατά τους /νυστέρια, δίαιτες, χαπάκια, κρέμες, βοτάνια / μα η κατάσταση τους αποδείχτηκε ανίατη / “φοβάμαι πως θα παραμείνετε χοντρούλα, μπάζο, σκιάχτρο, σπυριάρης, φρικιό” τους απαντούσαν . Είναι πραγματικά αξιοθαύμαστη η ανθρώπινη εφευρετικότητα όταν καλείται να δημιουργήσει λέξεις που πληγώνουν. Αυτές τις μέρες όμως αυτές οι λέξεις απαγορεύονται. Είναι απλά όλες και όλοι τους όμορφοι.
Συναντάς και κάτι τύπους που αφιέρωσαν τη ζωή τους στο να γράφουν, και γράφουν και γράφουν, σιωπηλά και ασταμάτητα. Γράφουν για τα αγόρια που κατέβηκαν από τα άστρα, για έρωτες που ποτέ δεν έζησαν, για το θεό, το νόημα της ζωής, τις ψυχές, τα σύννεφα, το θάνατο και την αρρώστια και την αποτυχία του να είσαι άνθρωπος / για τον ιδρώτα, το αίμα, τη σκόνη, τα δάκρυα. Γράφουν, δίχως σκοπό, γεμίζουν σελίδες επί σελίδων και δεν τα έχουν δείξει ποτέ σε κανέναν / ίσως να μην έχουν σε ποιόν να τα δείξουν.
Είναι κι όλοι αυτοί που, μια ζωή, βάδιζαν δίπλα στον αγαπημένο τους, την αγαπημένη τους, και δεν τολμούσαν να του κρατάνε το χέρι. Οι μελαγχολικοί, οι τρομαγμένες, οι παράλογοι, οι υποχόνδριοι, οι εθισμένοι, οι θλιμμένες, οι δυσλεξικοί, οι σιωπηλές, οι περίεργες, οι παθιασμένοι, οι ατελείς, οι κομπλεξικοί.
Κι αν με ρωτήσεις, εγώ, για όλους αυτούς γράφω.
Είναι όλοι τους εκεί, στις γειτονιές και στα χιλιάδες μαγαζιά που δίνουν καφέ σε πλαστικό, παίρνουν ψωμί από τον φούρνο της γειτονιάς, περιμένουν στη στάση του λεωφορείου. Τους βλέπεις διαρκώς μα είναι η άχρηστη πληροφορία της μέρας σου. Είναι όλοι εδώ. Πως μπορείς να αυτοαποκαλείσαι μόνος; Και πώς μπορείς να βαφτίσεις τον κόσμο ασφυκτικά γκρίζο μέσα σε όλη αυτή την πολυχρωμία;
Δεν ξέρω αν φταίει που ο καιρός φτιάχνει, αν είναι δικιά μου αυθυποβολή ότι η ζωή είναι ωραία και ότι θα αλλάξουμε τη σάπια αίσθηση που πλανιέται πάνω απο τα κεφάλια μας. Μα είναι που πια βλέπω περισσότερες φάτσες να χαμογελούν στο δρόμο. Κοιτάω το ρολόι εδώ και κάμποσα λεπτά. Εδώ μέχρι και η ώρα άλλαξε,δεν θα αλλάξει ο άνθρωπος;
Η τρυφεράδα θα σώσει τον κόσμο.
Γράφω γιατί αλλιώς θα σκάσω.
Μαριαλένα Δισακιά 25 Μαρτίου 2018
Καλώς όρισες Κατερίνα!