Ήρθε η μάνα μου, “θέλω να πάρω το γκρι σου το πουλόβερ, μπορώ;” με ρώτησε, με ύφος παιδιού που περιμένει το εντάξει από τους γονείς για να πάρει ένα παγωτό στο γυρισμό από την ταβέρνα προς το σπίτι. Παρ’ το ρε μάνα το πουλόβερ μου, τόσα χρόνια άνοιγα την ντουλάπα σου κι έπαιρνα ρούχα και καλλυντικά κι εκείνα τα ψηλοτάκουνα που δεν τα φορούσες ποτέ· από μικρή τα δανειζόμουν για να παίξω κι όλη μέρα μπορούσα ν’ακούω το τακ-τακ τους στο ξύλινο πάτωμα.
Τότε που ήμουν πολύ πιτσιρίκα έλεγα πως όταν μπει το δύο μπροστά στον ηλικιακό μου αριθμό, θα φοράω τακούνια σε κάθε έξοδο · ήδη δυο χρονιές και κάτι ψιλά σ’αυτή τη δεκαετία και τα ψηλοτάκουνά μου αναπαύονται εν ειρήνη στο κουτί τους, ανασταίνονται μόνο σε ειδικές περιπτώσεις, όπως εκείνο το σπιτικό πάρτι μου, με τέσσερις εκλεκτούς καλεσμένους που είχα υποσχεθεί στα τακούνια μου πως δεν θα τα βγάλω μέχρι να το διαλύσουμε. Και θυμάμαι να τα παρατηρώ στις τέσσερις το πρωί, να ξεκουράζονται από το χορό πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού, ανάμεσα σε κουτάκια μπύρας και στα περιτυλίγματα από τα πιτόγυρα που τσάκιζαν εκείνη την ώρα οι αγαπημένοι μου, χυμένοι στον καναπέ.
H Marilyn Monroe -νομίζω- είχε πει “Δεν ξέρω ποιος εφηύρε τα ψηλοτάκουνα παπούτσια, αλλά όλες οι γυναίκες του χρωστάμε πολλά”. Τι να σου πω μωρ’ Marilyn, για πολλά δεν ξέρω, μα όλα τα κοριτσούδια, τους πρώτους οραματισμούς για το μέλλον πάνω στα τακούνια της μαμάς τους κάναμε, όπως τα φορούσαμε για να συμπληρώσουμε το παιχνίδι· κι επειδή μας ερχόταν μεγάλο το παπούτσι, εκεί, ανάμεσα από το κενό παπουτσιού και φτέρνας σφηνώναμε τα όνειρα, για να γίνει ο κόσμος των μεγάλων στο μέγεθός μας.
Έχουν περάσει χρόνια από τότε και κάνοντας έναν απολογισμό με πιάνει κάπως και μια θλίψη κι όσο κι αν δε θέλω, θα το ξεστομίσω: Γίναμε αυτό που κοροϊδεύαμε. Πολυάσχολοι κι επαγγελματίες, γίναμε η μάνα που βγαίνει στο μπαλκόνι να φωνάξει στο γιο να πάρει μπουφάν, ο γραφικός τύπος που πίνει και δεν ξέρει πότε να σταματήσει πνίγοντας με τον μονόλογό του τον μπάρμαν, η 65χρονη τηλεθεάτρια της Στεφανίδου. Γίναμε το ζευγαράκι που απαιτεί δώρο του αγίου βαλεντίνου κι όταν βγαίνει με παρέα ξεχνάει να μπλέξει τα χέρια, ώριμοι ενήλικες, οι φίλες που στέλνουν στα γενέθλια την πιο τυπική ευχή “Χρόνια Πολλά, με υγεία”. Η σύζυγος που γκρινιάζει στον άντρα της να βάλει γραβάτα, να ‘ναι ευπαρουσίαστος στο γάμο μιας τριτοτέταρτης ξαδέρφης. Κάνουμε φιλίες δυνατές, αδερφικές, για να τις προδώσουμε στεγνά ένα βράδυ σε κάποιο κρεβάτι. Και με θλίβει που βλέπω φίλους πλέον να προτιμούν να επενδύσουν σε κρατικά ομόλογα αντί να επενδύουν σε χαμόγελα.
Αλλοτρίωση: Σάββατο βράδυ κι εμείς προγραμματίζουμε τους έρωτες της εβδομάδας ανάλογα με το ξυπνητήρι.
Αρκετά με τα ποιήματα ερωτευμένων ανθρώπων. Αλίμονο σε αυτ@ς που περιμένουν και περπατούν πάνω σε τακούνια· και ακόμη περισσότερο σε αυτ@ς που ψάχνουν έναν τρόπο πολιτικαλ κορεκτ να πουν “Kουράστηκα να κρέμομαι απ’ τα χείλη σου· άνοιξε το στόμα σου να μπω”.
Η τρυφεράδα θα σώσει τον κόσμο.
Γράφω γιατί αλλιώς θα σκάσω.