Ήξερα κάποτε ένα παιδάκι. Δεν είχε κάτι το ιδιαίτερο, δεν αποτελούσε κάποια αξιοπρόσεκτη εξαίρεση ανάμεσα στα τόσα παιδάκια του κόσμου αυτού, ήταν ένα παιδάκι σαν όλα τα άλλα. Τόσο μοναδικά ξεχωριστό. Το παιδάκι είχε μια συνηθισμένη όμορφη ζωή, όπως αυτή που ειδυλλιακά όλα τα παιδάκια έχουν. Είχε ευρύχωρο δωμάτιο γεμάτο ζεστασιά και φως και λούτρινα ζωάκια, είχε προσεγμένο φαγητό στο πιάτο του κάθε μέρα, είχε ρούχα καθαρά, περιποιημένα και γουστόζικα. ‘Ετρωγε γλυκό κάθε Κυριακή, έβγαινε βόλτες και ήταν ελεύθερο να παίζει, χρησιμοποιούσε μόνο χαρούμενα χρώματα στις ζωγραφιές του, ο μαύρος μαρκαδόρος δεν ξέμενε ποτέ από μελάνι.
Το παιδάκι είχε δύο γονείς που ήθελαν να γίνονται κι αυτοί παιδιά μαζί του, το νανούριζαν πριν πέσει για ύπνο, του αγόραζαν βιβλία και τα ξεφύλλιζαν παρέα του, προσπαθούσαν να μην του στερήσουν την παιδικότητα και το χαμόγελο, του προσέφεραν πάντοτε μια θέση στο τραπέζι όταν βρίσκονταν με οικογενειακούς φίλους για να μη νιώσει ποτέ στην απ’ έξω. Δεν το πίεσαν ποτέ κι η μόνη κατευθυντήριος που του έδωσαν ήταν αυτή που οδηγεί στο να γίνει καλός άνθρωπος.
Ήξερα κάποτε ένα παιδάκι, που ήταν ευτυχισμένο.
Ήξερα κάποτε ένα παιδάκι που ήταν επίσης ένα κλασικά συνηθισμένο παιδάκι, σαν αυτά που συναντάς κάθε μέρα. Ναι, τόσο μοναδικό κι αυτό. Επιφανειακά το παιδάκι είχε ο,τι χρειάζεται για να φωτιστεί η παιδική ψυχή, όλα όσα κάνουν την παιδική ηλικία απίστευτα ξέγνοιαστη. Κι οι γονείς του ήταν αντικειμενικότατα αυτό πoυ λένε “εξαιρετικοί γονείς”. Και το παιδάκι περνούσε τις μέρες του παίζοντας και γελώντας. Μόνο που τις περνούσε και λίγο κλαίγοντας. Όπως όταν ο μπαμπάς νευρίαζε, για κάτι που το παιδάκι έβρισκε ακαταλαβίστικο και χαζό, μα και πάλι, ένα παιδάκι ήταν, μάλλον κάτι δεν θα καταλάβαινε σωστά, οι μεγάλοι εξάλλου ξέρουν καλύτερα, για να το λέει ο μπαμπάς θα ‘χει δίκιο, κάτι κάνω λάθος, έλεγε από μέσα του το παιδάκι. Εκλαιγε επίσης όταν η μαμά ξεφόρτωνε την κούραση από τις δουλειές της απάνω του, εκφράζοντάς τη με ένταση κι απότομες ομιλίες και σκληρότητα στη φωνή, μιλώντας στο παιδάκι κάπως άσχημα, όπως του είχαν πει ότι δεν είναι ωραίο να μιλάμε στους ανθρώπους. “Τι έκανα και μου μίλησε έτσι;” αναρωτιόταν το παιδάκι, οι γονείς όμως του εξηγούσαν: “φταίει η εξάντληση της μέρας”. Κι έτσι το παιδάκι έμαθε να δέχεται την απότομη συμπεριφορά και τα σχόλια, έμαθε να δικαιολογεί, έμαθε να προσπαθεί συνεχώς να ευχαριστήσει τους γονείς του, γιατί ήθελε να είναι καλό παιδί και να τους ξεκουράσει. Είχε καταλάβει εξάλλου πως αν κλάψει μπροστά τους εκείνοι θα θυμώσουν ακόμα περισσότερο που κλαίει, γιατί απ’ όσο καταλάβαινε δεν άντεχαν να το βλέπουν στεναχωρημένο. Το παιδάκι λοιπόν έμαθε να συγκρατεί τα δάκρυά του, να τα θάβει μέσα του. Μάλιστα, έμαθε να μαλώνει το ίδιο τον εαυτό του, πριν προλάβουν να το μαλώσουν οι άλλοι, ώστε να μη χρειάζεται καν μετά την κουραστική τους μέρα να μπουν σε αυτή τη διαδικασία οι γονείς.
Το δεύτερο παιδάκι μίλαγε για όλη του τη στεναχώρια αποκλειστικά και μόνο στο πρώτο παιδάκι. Και το πρώτο, μην καταλαβαίνοντας πολύ καλά τι ακριβώς του περιγράφει, το συμβούλευσε αγκαλιάζοντάς το, να φτιάξει μια λίστα. Εκεί να σημειώνει όποια στενάχωρη κουβέντα ακούει, όλες τις παρατηρήσεις κι όλα τα νευριασμένα σχόλια. Ετσι δεν θα ήταν αναγκασμένο να τα αποθηκεύει μέσα στο μυαλουδάκι του. Το δεύτερο παιδάκι συμφώνησε με την πρόταση του πρώτου. Ωστόσο δεν του φάνηκε καλή ιδέα να κρατήσει μια απτή τέτοια λίστα. Επέλεξε να την δημιουργήσει στο κεφάλι του, δεν ήθελε να τη βρει κανείς και να νομίζει λανθασμένα πως οι γονείς του ήταν κάτι λιγότερο από δύο τέλειοι γονείς.
Τα δύο παιδάκια μεγάλωσαν. Μεγάλωσαν και κατάλαβαν οτι οι γονείς είναι και εκείνοι άνθρωποι, με αδυναμίες και με χαρίσματα. Μεγάλωσαν και κατάλαβαν οτι είναι πολύ δύσκολο να είσαι γονιός. Κι οτι υπήρξαν δύο πάρα πολύ τυχερά παιδάκια που πέρασαν μια τόσο ρόδινη παιδική ηλικία που μύριζε μαλλί της γριάς κι ηταν γεμάτη ήλιους στο μεγαλύτερό της μέρος.
Τα δύο παιδάκια μεγάλωσαν και κατάφεραν πράγματα στη ζωή τους και κέρδισαν φιλίες και γέλια κι επιτυχίες κι οργασμούς κι άλλες ηλιόλουστες ανέμελες μέρες. Μόνο που η λίστα εκείνη η νοητή με τις άσχημες συμπεριφορές, είχε παραπέσει σε μια γωνία του μυαλού του δεύτερου παιδιού, κι έμεινε σφηνωμένη εκεί. Και κάτι μέρες, ακόμα κι αν πια ήταν μεγάλο το παιδάκι, εμφανίζονταν σε πρώτο πλάνο στο μυαλό του και το πατούσε κάτω. Τότε ήταν που το πρώτο παιδάκι αγκάλιαζε και πάλι το δεύτερο, λέγοντάς του πως δεν πειράζει που θέλει να κλάψει, είναι καλό να κλαίμε πού και πού, ακόμα κι αν πλέον μεγαλώσαμε.
Τα δύο παιδάκια μεγάλωσαν και κατάλαβαν ότι αν δεν συγκατοικούσαν στο ίδιο σώμα, δεν θα έβγαινε αυτό το πανέμορφο ταξίδι που ονομάζεται ζωή.
Η τρυφεράδα θα σώσει τον κόσμο.
Γράφω γιατί αλλιώς θα σκάσω.