Σκέφτομαι στο κάτω- κάτω πως η ζωή θα κυλάει, όχι πάντα όπως θα θέλαμε, μα, να, θα κυλάει. Και θα πηγαίνουμε σε συνεντεύξεις για δουλειά και πριν μπούμε θα λέμε ανάθεμα, αλλά παρ’όλα αυτά θα έχουμε άγχος. Για όλα θα έχουμε άγχος και θα θυμόμαστε εκείνο το μορφασμό λύπησης ενός κάποιου ανθρώπου. Και η ζωή θα κυλάει· θα στέλνονται μηνύματα, θ’αναρωτιόμαστε “μαλάκα, λες να τα κατάφεραν και να με σκότωσαν; Δε νιώθω τίποτα”. Κι οι τηλεφωνικές μας συνομιλίες ένα: “ναι μωρέ, εντάξει, καλά είμαι” – πάντα καλά, περαστικά –
Τα χρόνια που ήμασταν παιδιά, ξεθωριασμένα εξίσου για όλους, το ίδιο μακρινά για τον εβδομηντάρη, τον πενηντάρη και τον εικοσιδιάχρονο, νεκρώνουμε όλοι στα τριάντα και μας κηδεύουν στα ογδόντα, η φύση μέσα μας σε περίοδο ξηρασίας από τη δεύτερη δεκαετία ζωής. Αναπολούμε το χρόνο που ήμασταν παιδιά και δε σκεφτόμασταν το χρόνο. Και αναζητούμε μανιωδώς την την τότε αθωότητα του να μην αναζητάς τίποτα.
Ένα βράδυ διακοπών, πριν πάμε για μαλαματίνες, είχαμε κάτσει για καφέ στο λιμάνι και καφές στο λιμάνι ίσον περατζάδα άρα χιλιάδες αφορμές για κοινωνική παρατήρηση. Στο διπλανό τραπέζι ένας παππούς με τα εγγονάκια του, το ένα από τα δυο κοριτσάκια ζουμπουρλούδικο, ένα λουκουμάκι ήτανε, να θες να του oρμήξεις και να το αγκαλιάζεις επ’ αόριστον. Με μια φατσούλα ζάχαρη άχνη και τα πιο στιλπνά μαλλιά που ‘χω δει ποτέ σε πιτσιρίκι. Το παιδάκι ήταν γεματούτσικο, το βάρος του ήταν εμφανώς παραπάνω από το συνηθισμένο για ένα πεντάχρονο. Αλλά για εκείνο, δεν υπήρχαν αριθμοί, δεν υπήρχαν συγκρίσεις με τα άλλα παιδιά, δεν υπήρχε καν το “συνηθισμένο”.
Το Λουκουμάκι έτρεχε και γελούσε κι έπινε χυμό φράουλα κι ήταν ξέγνοιαστο. Και μου τρύπησε το μυαλό η σκέψη πως μια μέρα, σύμφωνα με το νόμο των πιθανοτήτων στην κοινωνία που ζούμε, όλη αυτή η υπεροχή του “πως νιώθω” έναντι του “πως δείχνω” θα πάψει βίαια. Όλη η ανεμελιά θα εξατμιστεί όσο μεγαλώνει, μόλις θα γίνει δακτυλοδεικτούμενο ανάμεσα σ’ένα κοπάδι ηλιθίων, ή σαν βρεθεί στο διάβα του κάποιος λιπόψυχος να του καρφώσει την ταμπέλα της χοντρούλας. Όταν εκτεθεί στα πρότυπα του ίνσταγκραμ. ‘Η μέχρι ν’ αρχίσουν φίλοι και γνωστοί να συμβουλεύουν και να υποδεικνύουν “μα είναι κρίμα με τέτοιο πρόσωπο, χάσε κανένα κιλό, για το καλό σου”.
Πόσο ήθελα να του πω: “Έχεις τα πιο λαμπερά μαύρα μαλλιά του κόσμου, το ξέρεις; “
Το ίδιο πρωί εντελώς τυχαία διάβασα πως μια εταιρεία λάνσαρε μια νέα δωρεάν εφαρμογή που μετράει θερμίδες, ειδικά κατασκευασμένη για παιδιά ηλικίας τύπου έξι με οχτώ ετών. Άλλο ένα φθηνό τέχνασμα, που όχι μόνο σπρώχνει τις νέες γενιές να ξοδεύουν χρήματα σε διαιτητικά προγράμματα και προϊόντα, αλλά ενθαρρύνει τα παιδάκια -ΤΑ ΠΑΙΔΑΚΙΑ, αν έχετε το θεό σας δηλαδή- να υπολογίζουν διεξοδικά το τι τρώνε. Λες και τα παιδιά δεν πρέπει να παίζουν, να περνάνε καλά και να στάζουν γέλιο, αλλά να δηλητηριάζονται με δίαιτες.
Δύο μέρες μετά, το ραδιόφωνο μου ξέβρασε την είδηση εκκένωσης καταλήψεων στα Εξάρχεια, χιμήξανε οι μπότες των ΜΑΤάδων στα προσφυγόπουλα. Εσείς κύριοι που τα εκδιώκετε λες και οι καταλήψεις που παρέχουν τροφή και στέγη σε πρόσφυγες είναι το πρόβλημα των Εξαρχείων, αυτά τα παιδιά κι αυτούς τους ήρωες γονείς τους αντικρίσατε ποτέ; Όχι. Εκδιώξατε το παιδί από μέσα σας και τώρα τι ; Θέλετε και να εκδιώξετε τα παιδιά από παντού;
Θέλετε να νιώσουμε την τρομοκρατία και τη μπατσοκρατία. Και οι ναρκέμποροι παρόντες σ’όσα λέτε για τη δράση σας, μόνο στους τίτλους των ειδήσεων. Ονομάζετε άβατο τα Εξάρχεια. Μπας και φοβηθεί ο κοσμάκης. Εσείς φοβάστε· φοβάστε γιατί και το μυαλό μας είναι “άβατο” κι όσα γκλομπ και να κουβαλήσετε, όσα δακρυγόνα κι αν εκτοξεύσετε, όσες διμοιρίες κι αν βάλετε να περιπολούν, αυτό δεν μπορείτε να το “καθαρίσετε”.
Μου μοιάζει, έτσι δηλαδή όπως τα βλέπω τώρα, σα να έχουμε μέσα μας ένα αποχετευτικό σύστημα γεγονότων, που κάποιες φορές τα άσχημα και τα μαυρισμένα που το διανύουν κολλάνε κι όλο το σύστημα φρακάρει. Κι άπαξ και στουμπώσει το σύστημα, απλά γεμίζει και γεμίζει και τ’άσχημα δεν φεύγουν, γίνονται κουβάρι και μεγεθύνονται. Και οι ομορφιές στριμώχνονται αναγκαστικά στο λαβύρινθο των άσχημων, λερώνονται και δεν ξεχωρίζουν πια, γίνονται μια μπάλα βρόμικων συναισθημάτων και μνήμεων. Μέχρι που στο τέλος, από το υπέρτατο μπούκωμα, το όλο σύστημα κάνει το μπαμ και τα ξερνάει όλα προς τα πάνω. Και τινάζει την ψυχή έξω απ’ το σώμα.
Τοποθετούμε το επίθετο βιώσιμη πριν από την αγάπη, το επίθετο ποιοτικός πριν από την λέξη χρόνος, την λέξη υγιεινό πριν από το φαγητό. Χαρακτηρίζουμε τις μέρες παραγωγικές. Παίζουμε με τις λέξεις “προσωπική ασφάλεια”. Τοποθετούμε το επίθετο συμπεριληπτικός πριν από την λέξη σχέση.
Ανοίγω λεξικό για να βρω τον ορισμό της λέξης συντροφικότητα.
Πες μου μεγαλώνω εγώ ή οι λέξεις χάλασαν;
Τι να το κάνεις; Το πιγκάλ παιδιά, να χρησιμοποιείτε το πιγκάλ.
Η τρυφεράδα θα σώσει τον κόσμο.
Γράφω γιατί αλλιώς θα σκάσω.