( ή ιστορία παραλίας ΙΙ )
Κάθε δεκάλεπτο γέμιζε το ποτήρι και ψυχαναγκαστικά έψαxνα να βρω σε τι να πιω την κάθε γουλιά. Κι έπινα στα πρωινά κάτω από την κληματαριά με ήλιο. Cheers στην ξεγνοιασιά, στο καρπούζι με φέτα, στη ρίγανη, στα κουλουράκια του καφέ, στο αγκαλιάζω, στα τζιτζίκια, στα κοχύλια, στο χαμογελώ, στα λουκουμάκια, στην βρώμικη σκηνή μας, στους δίσκους στο σπίτι στο χωριό, στα πανηγύρια, στα θερινά σινεμά.
Cheers στο φούτερ με σορτς και σαγιονάρα και στα μπαλκόνια που μιλούν δυνατά.
Είχα ξεχάσει πώς πιάνουν το μολύβι, πώς σχηματίζονται τα γραμματα και οι λέξεις, τι χρειάζεται μια πρόταση για να συνταχθεί.
Και ένας παππούς από το διπλανό τραπέζι, πολύ μας χαιρότανε με την παρέα, μας ρωτούσε πώς βρεθήκαμε εδώ, από πού ήρθαμε και γιατί δε χορεύουμε όλοι, πόσα χρόνια κουβαλάμε. Και αφού εμείς νέοι , αυτός μεγάλος, με ένα “Για εσάς είναι η ζωή” μου γέμισε πάλι το ποτήρι.
Η ζωή είναι για να κουνιέσαι πέρα δώθε στην αιώρα με τα πόδια κρεμασμένα, για να νιώσεις μόνος και ν’ ανακαλύπτεις οτι έχεις τον εαυτό σου, για να πετάς στα σύννεφα και να πέφτεις από αυτά, να βαράς φρίκες για να μη βαράς μύγες, να πνίγεσαι σε μια κουταλιά νερό ή σε μια σφιχτή αγκαλιά, για αυτή τη φυγή ή την ηρωική έξοδο, για να ανέβεις σε πλοία και τρένα και αεροπλάνα και να χάσεις πτήσεις και να κάτσεις πάνω σε βαλίτσες. Για ένα κομμάτι ήλιου πάνω στον ώμο.
Και σκεφτόμουν πως η ζωή δεν είναι για μένα που είμαι νέα, η ζωή είναι για όλους. Κι ο Κ. λες κι άκουσε τη σκέψη μου, ψιθύρισε “η ζωή είναι για αυτούς που θέλουν να τη ζουν”.
Cheers σε όσα γεμίζουν το άδειο μας ποτήρι με νοιάξιμο.
Η τρυφεράδα θα σώσει τον κόσμο.
Γράφω γιατί αλλιώς θα σκάσω.