Ντισκλέιμερ:
1. Απώτερος στόχος του κειμένου είναι να μην υπάρχει ιδιαίτερος στόχος.Ακολουθεί τον άξονα αποδοχής σκέψεων και συναισθημάτων που με την Ξίου ονομάσαμε 3Ε: Εξέγερση, Εκμηδένιση, Εξιλέωση.
2. Οι πανταχού αλλεργικοί στα εκτενή κείμενα, μη μου ζητάτε τα ρέστα μετά, προειδοποιώ, πιθανώς θα σας ξενίσουν οι μεγάλες περίοδοι και η χαλαρή συνεκτικότητα. Αν με αντέχετε όπως όταν συζητάω κατά νυχτερινή μπυροποσία, συνεχίστε. Αν πάλι αυτή η εκδοχή μου ωθεί το κεφάλι σας σε μια παλινδρομική κίνηση αποδοκιμασίας, το Χ βρίσκεται πάνω δεξιά.
Τις προάλλες βγήκα, φορώντας το μπλουζάκι με την κλασική στάμπα του Τσε Γκεβάρα και ο συνομιλητής μου, με το βλέμμα μαγνητισμένο στη μπλούζα μου, διέκοψε τη συζήτηση μας, μονολογώντας πικρά “Α ρε Τσε”. Κι ήταν αυτή η κουβέντα που ρούφηξε όλη την καλοκαιρινή μου διάθεση, όλα τα “summertime and the livin’ is easy” και τα τοιαύτα, και μ’άφησε με μια μεγάλη θλίψη, που χωρίς να το καταλάβω άρχισε να τρέχει σε παχουλές σταγόνες από τα μάτια μου.
Ήταν αυτή η κουβέντα που με πέταξε έξω από τον φωτεινό μου μικρόκοσμο, με ψέκασε στα μούτρα με τη μπόχα της καταστολής, της αυθαιρεσίας και της βίας όσων εξουσιάζουν. Μια κουβέντα ήταν αρκετή για να εξανεμιστεί η ζωή από μέσα μου και να νιώσω βουτηγμένη στη σαπίλα. Και δε φτάνει αυτό, ξύπνησε μέσα μου και μια ενοχή, αυτή του προσωπικού χρέους, του “τι κάνω κι εγώ τελικά; Γιατί δεν αλλάζω τον κόσμο;”. Την ενοχή αυτή ίσως την έσπειρα μόνη μου, καθότι νιάτα που βράζουν και συνδυάζονται με μια προσωπικότητα που τα ζητά όλα στα κόκκινα. Ίσως πάλι κάπου, κάποτε κάποιος επικριτικός παπαρίτσας να μου πέταξε περί αυτού μπηχτή, η οποία εντός μου ρίζωσε και κλώνιασε. Ίσως κάποιος να είπε “ ντάξει απλά γράφεις”. Κι ίσως δεν μπόρεσα ‘κείνη τη στιγμή να του απαντήσω πως ναι απλά γράφω, γιατί κάτι πρέπει να καταδικάσει τη φρίκη που κεντάνε έξω απ’ το σώμα μου.
Τα γεγονότα της Πέμπτης, το κράτος που ταΐζει τα μαντρόσκυλα, τα δακρυγόνα και ο πανικός, τα ραντεβού που μας κλείνουν οι μπάτσοι στα Εξάρχεια για την άλλη βδομάδα, η επιθυμία της εξουσίας όχι μόνο να επιβληθεί αλλά και να μας ταπεινώσει, η βία, που δεν είναι απλά “η βία”, μα ολόκληρη σκευωρία. Κι εγώ να παλεύω να τα αρθρώσω με λέξεις παρά τις σουβλιές στο στήθος μου. Και πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού η ερώτηση – τσεκούρι: Και τι κάνεις γράφοντάς τα σε μια κενή σελίδα;
Ξέρεις, ταυτόχρονα με τις μεγάλες ιστορίες και τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα, υπάρχουν και οι μικρές ιστορίες που διαδραματίζονται υπό την ομπρέλα των πρώτων, άλλοτε προσυπογράφοντας κι άλλοτε διαψεύδοντάς τα.Οι “μικρές ιστορίες” λοιπόν, συνήθως παραμένουν αλώβητες από παραποιήσεις, μεθοδεύσεις και πολιτική εκμετάλλευση, εμπεριέχοντας μέσα τους ολόκληρη κι αναλλοίωτη την αλήθεια κάθε “μεγάλου” γεγονότος. Αυτό είναι που κάνω γράφοντας εδώ πέρα ή ίσως ασυναίσθητα μαγείρεψα την εξήγηση αυτή σε μια απέλπιδα προσπάθεια να δικαιολογήσω την ποσότητα ζωής που μου αναλογεί. Κι είναι περίεργο που καίγονται να σχολιάσουν πικρόχολα άνθρωποι, που το οπτικό τους πεδίο περιορίζεται σε μια φωτεινή οθόνη και στο σαλιωμένο καλαμάκι του φραπέ τους. Ανθρωποι που η ευθύνη τους φτάνει μέχρι εκεί που δεν χρειάζεται να στερηθούν, ν’ αρνηθούν ή να δράσουν. Άνθρωποι που δεν τρομάζουν με την αμέριστη ανοχή τους στη βία, την απάτη και το ποδοπάτημα.
Μα μέσα σ’όλα αυτά, ακόμα κι αν κουρελιάζουν τα κορμιά μας, τσακίζουν πού και πού για λίγο το θάρρος μας, μας κόβουν την ανάσα, το χαμόγελό μας μένει άθικτο, γιατί έχουμε όχι μόνον την ελπίδα μα κι ένα κράμα αλληλεγγύης κι αγαπουλίασης, το οποίο οι δυνάμεις καταστολής αδυνατούν να βιώσουν. Η αγαπουλίαση αυτή έγκειται στην ταχύτητα φωτός με την οποία σκάνε τα μηνύματα στο μέσεντζερ μετά από κάθε διαδήλωση “πού είστε; όλα καλά; πάθατε τίποτα;”.
Κι όλα τα γράφω και θα τα γράφω, διαθήκη αφήνω στους φίλους την ελπίδα για το μέλλον του κόσμου.
Η τρυφεράδα θα σώσει τον κόσμο.
Γράφω γιατί αλλιώς θα σκάσω.