Τις προάλλες μιλήσαμε για λίγο στο τηλέφωνο. Σε αποκάλεσα “φιλαράκι”, σου άρεσε η προσφώνηση, την κρατάμε, μου δήλωσες.
Σου φαίνεται είπες περίεργο που μέσα στη συνθήκη μιας πραγματικότητας – καζάνι που βράζει, η φωνή μου ακούγεται πιο ήρεμη από ποτέ. Γέλασα όταν το άκουσα, πάλι αντέδρασες με ελαφριά απορία που γελάω τόσο ανέμελα, χαρακτήρισες το γέλιο μου “γέλιο διακοπών” κι εγώ συνέχισα να χαμογελώ για το υπόλοιπο της ημέρας. Και πιο πολύ χαμογελούσα τόσες ώρες διότι ένιωθα μια δύναμη να αναπτύσσεται κάπου εκεί λίγο πάνω απ’ το στομάχι, αντικαθιστώντας τον κόμπο που μέχρι πρότινος είχε κάνει κατάληψη.
Δύο μέρες μετά μιλήσαμε ξανά, είπες πως σου είχα φτιάξει την διάθεση ς’ εκείνη την τηλεφωνική συνομιλία, πως κάτι φωτεινό πέρασε μέσα από τις τηλεφωνικές γραμμές κάνοντας και τη δική σου υπόσταση πιο ελαφριά κι “ η μέρα έγινε κάπως ευκολότερη”. Χάρηκα. Χάρηκα κι άλλο, γιατί δεν κατάφεραν να με νεκρώσουν. Αυτή η μετάδοση της χαράς, μιας χαράς αδικαιολόγητης, χωρίς έρεισμα απτό και πραγματικό, μ’ έκανε να σκεφτώ μια έννοια , που τυχαία έμαθα χαζεύοντας στο ίντερνετ. Ubuntu.
Το Ubuntu είναι μια πανέμορφη λέξη, ταξιδεύεις στα γράμματά της κι εξαγνίζεσαι. Προέρχεται ξέρεις από τη Ν. Αφρική, μια χώρα που κουβαλά τεράστια συλλογικά τραύματα. Γεννήθηκε μέσα στο Απαρτχαιντ. Παρά το οδυνηρό αυτό πολιτικό σύστημα θεσμοθετημένου ρατσισμού, πολλοί από τους βαθύτατα επηρεασμένους σηκώθηκαν, παρέμειναν αποφασισμένοι κι ενωμένοι, πιστεύοντας στην φιλοσοφική ιδέα του ubuntu ως καθοδηγητικό ιδανικό. Μη βιάζεσαι να μάθεις τι σημαίνει, θα σου εξηγήσω τώρα. Ο Ν. Μαντέλα αναφέρθηκε στο ubuntu ως μια έννοια που σηματοδοτεί ότι “ο καθένας είναι άνθρωπος μόνο μέσω της ανθρωπιάς των άλλων. Είμαι αυτό που είμαι λόγω αυτού που όλοι είμαστε. Ubuntu θα πει “αν ένας από εμάς δεν είναι χαρούμενος, δεν μπορούμε να είμαστε ούτε εμείς”.
Μη νομίζεις ότι ξεχνάω. Δεν ξεχνώ τίποτε. Γι’ αυτό και τη χαρά μου πιο πολύ τη χαίρομαι. Δεν ξεχνώ τις νύχτες που το ρολόι έδειχνε τέσσερις μα το ανοιχτό μάτι μου ωκεανός, βαθύς τόσο που μέσα κολυμπούσαν ψάρια – ξέρεις τα δάκρυα έχουν την ίδια αλμύρα με τη θάλασσα, έτσι το λέω-. Δεν ξεχνώ τις μέρες που καταλάβαινα αν έχει ήλιο μόνο από τις γρύλιες του παντζουριού που άλλαζαν τις σκιές που έπεφταν στο δωμάτιο, τότε που η θλίψη έμοιαζε να καίει τα πάντα όπως βόλταρε πιασμένη από την άκρη της ζακέτας μου, δεν ξεχνώ τον ανήφορο που έμοιαζε όσο κι αν ίδρωνα να μην σκαρφαλώνεται. Δεν ξεχνώ τότε που νόμιζα ότι το δέρμα μου ράγισε, οι φίλοι με ξέχασαν, το ψάρι μου ψόφησε (τι πα να πει δεν έχω ψάρι, μην κολλάς).
Δεν ξεχνώ τίποτε. Όλα είναι εκεί, σ’ένα νοητικό συρτάρι. Κλειδωμένα. Δεν ξεχνώ. Αλλά δεν φοβάμαι πια. Σκότωσα τον μέσα μου κακοποιητή. Τον έκανα μικρό, τοσοδούλικο, μ’ ένα τίναγμα των δακτύλων μου μπορώ να τον εκσφενδονίσω μακριά. Δεν φοβάμαι πια.
Ατενίζω το μέλλον μ’ αισιοδοξία που πετά σπίθες, το έχεις ξανασυναντήσει αυτό; Ένα συναίσθημα να αναβλύζει από μέσα σου τόσο ορμητικά, που να πετιούνται σπίθες; “Η πραγματικότητα είναι σκατένια”, θα αντιτάξεις. “ Κοίτα, η χαρά μου πετάει σπίθες”, απαντώ. “Ο κόσμος είναι σκατένιος”, λες πάλι. ”Μα κοίτα τι όμορφες που είναι οι σπίθες!” ξαναλέω. Δεν ξεχνάω. Δεν προσποιούμαι πως το μαύρο είναι ανύπαρκτο ή ανυπόστατο. Αλλά κι εσύ, μην ξεχνάς το Ubuntu.
Το καλό με την άνοιξη είναι πως πάντα έρχεται, είσαι δεν είσαι έτοιμος γι αυτό .
Η τρυφεράδα θα σώσει τον κόσμο.
Γράφω γιατί αλλιώς θα σκάσω.