Σε μια γκαρσονιέρα, κάπου στο Κέντρο της Αθήνας, είχε βραδιάσει. Καμμιά δεκαριά γυναίκες τσακώνονταν κι οι φωνές τους ακούγονταν μέχρι το Λυκαβηττό , μιάς κι ήταν Άνοιξη κι οι μπαλκονόπορτες όλες ανοιχτές!
Ηλικιωμένες όλες τους, φροντισμένες πάντως, με μαλλιά κομμωτηρίου και νύχια μακριά βαμμένα κόκκινα η φούξια, με κραγιόν και πούδρα που είχε χωθεί ανάμεσα στα αυλάκια από τις ρυτίδες τους, κάνοντάς τις να δείχνουν ακόμα πιο βαθιές και θλιβερές….
Η Άννα, νεότερη κατά πολύ, με δέρμα φρέσκο και μάτια ζωηρά κι ανήσυχα, εμφανώς αγανακτισμένη, πάλευε να τις ησυχάσει. «Μακάρι να ξεκουμπίζονταν….πόσο καιρό ακόμη θα τις φιλοξενώ….Θα χρησιμοποιήσω βία στο τέλος, δε πάει άλλο….»
«Για ακούστε να σας πω, με έχετε κουράσει, με τις φωνές σας και τη γκρίνια σας, με πνίγετε με τον αυταρχισμό σας, δε σας αντέχω άλλο!!!! Αρκετά σας φιλοξένησα, βρείτε ένα άλλο διαμέρισμα επιτέλους, όλες μαζί, δυό δυο, τρεις τρεις ίσως….»
«Δηλαδή, μας ζητάς εμμέσως πλήν σαφώς, να σου αδειάσουμε τη γωνιά;;;;;» ρώτησε η γηραιότερη με στόμφο. Τα χείλη της μια αυστηρή ίσια γραμμή με κακοβαλμένο το κραγιόν. Το πρόσωπό της ωχρό, γεμάτο με καφέ κηλίδες, παρά την πούδρα. Τα γερασμένα χέρια της έτρεμαν αναμένοντας την απάντηση της Άννας.
«Όχι εμμέσως, αμέσως σας ζητώ, σας θερμοπαρακαλώ, να φύγετε από το σπίτι μου!»
«Ώστε έτσι λοιπόν αχάριστη, σε μεγαλώσαμε, σε διαπαιδαγωγήσαμε με αρχές κι αξίες και τώρα….μας πετάς στο δρόμο, ποιός ξέρει γιατί, μάλλον για να σπιτώσεις κανέναν τυχάρπαστο, ‘’να συζήσεις’’ όπως λένε σήμερα, δίχως στεφάνι…»
«Και σιγά μη βρεθεί κανένας άντρας της προκοπής να σε κοιτάξει, έτσι που είσαι….ή μπας και περνιέσαι για όμορφη;;;;» πετάχτηκε μια στρίγγλα με κάτασπρα σγουρά μαλλιά, μύτη σουβλερή και νύχια μακριά σα μάγισσας!!!
«Είσαι και χοντρουλή, κι ούτε που πρόκειται να αδυνατήσεις ό,τι και να κάνεις, είναι στο DNA σου γλυκειά μου!!!» συμπλήρωσε και μια χοντρούλα ηλικιωμένη, κι ύστερα έβαλε τα κλάματα: «Μαζί δεν τρώγαμε τα παγωτά μας τα βράδια μπροστά στην τηλεόραση, με το κουτάλι της σούπας, και τα σοκολατάκια γάλακτος, τα πατατάκια….τόσες όμορφες στιγμές….. Οι άλλες της δώσαν χαρτομάντιλα κι αυτή συνέχισε να κλαίει και να απειλεί: «Τι σου κάναμε κοπέλα μου και θες να μας πετάξεις;;;; θα το μετανοιώσεις!!!!»
«Μαζί μεγαλώσαμε, είσαι πολύ μεγάλη πιά για να αλλάξεις ζωή, κατάλαβέ το!» είπε αιχμηρά μια τέταρτη πληθωρική γιαγιά, κουνώντας απειλητικά την αλαβάστρινη μαγκούρα της.
«Εσύ μεγάλωσες επάνω στο κεφάλι μου, μα εγώ είμαι ακόμα νέα!»
«Και είσαι και δειλή και φοβιτσιάρα από τη φύση σου!» τσίριξε και μια πέμπτη αδύνατη γριά, που έτρεμε τυλιγμένη στο χοντρό της σάλι.
«Ό,τι είσαι σε μας το χρωστάς!» είπαν όλες εν χορώ!!!! «Και στους γονείς σου και στους παππούδες σου, σε καμάρωναν ως τώρα, από αύριο θα ντρέπονται για σένα!»
«Παρά να ντρέπομαι εγώ για μένα, καλύτερα να ντρέπονται αυτοί. Εξάλλου, όπως καλά γνωρίζετε, εκείνοι έχουν πεθάνει, ενώ εγώ είμαι ζωντανή και θέλω να ζήσω, σαν άνθρωπος, δίχως εσάς, το δικαιούμαι διάολε!!!!» ούρλιαξε η Άννα κρατώντας το κεφάλι της που πήγαινε να σπάσει.
«Κοίτα την αναίσθητη, βρίζει κι από πάνω!». Οι γριές έκαναν όλες μαζί το Σταυρό τους κι ύστερα μαζεύτηκαν σε κύκλο. Είχαν πάψει από μέρες να τσακώνονται μεταξύ τους για το ποια θα επικρατήσει. Είχαν αντιληφθεί πως το ζητούμενο ήταν να παραμείνουν στο σπίτι.
«Το ζητούμενο ‘’κορίτσια’’, είναι να μη μας πετάξει στο δρόμο. Πού θα τρέχουμε νυχτιάτικα….Γι’ αυτό πρέπει να συνεργαστούμε. Η ισχύς εν τη ενώσει!» είπε η γηραιότερη. ‘Εβαλαν τα μεγάλα μέσα.
«Τουλάχιστον για απόψε κοριτσάκι μου! Κάνει και κρύο!» κλαψούρισε η γριά με το μάλλινο σάλι. ¨
«Όχι!»
«Κοίτα τη γαϊδούρα! Κι εμείς την είχαμε σαν παιδί μας….» ψιθύρισαν.
Κοίταξαν την Άννα με ύφος παραπονιάρικο και βλέμμα ικετευτικό! Κι εκείνη ενέδωσε, ακόμα μια φορά!
«Καλά, μόνο για απόψε!»
Πήγε στο ψυγείο, πήρε μια μπύρα και την ήπιε μονορούφι, ύστερα και δεύτερη. Με την Τρίτη άρχισε να ζαλίζεται κι έτσι παραπατώντας σύρθηκε στο κρεβάτι της. Ας είναι… Ας την έπαιρνε ο ύπνος κι απόψε, κι αύριο θα ξημέρωνε μια νέα μέρα!
Είχε κανονίσει σεμινάριο συμβουλευτικής, life coaching.
Εκεί, θα ξαπόστελνε μια και καλή τις αυτοπεριοριστικές της αντιλήψεις!!!!
Μέμη Καρυώτου
Γεννήθηκα στην Αθήνα και από όταν θυμάμαι τον εαυτό μου γράφω, όπως οι περισσότεροι από εμάς. Αγαπώ την γραφή. Εκφράζω όλα μου τα συναισθήματα. Γράφω παντού εκτός από το σπίτι μου. Συνήθως στα Μ.Μ.Μ , σε καφετέριες, πάρκα ακόμα και καταμεσής του δρόμου. Περισσότερο γράφω στην θάλασσα με την ελευθερία που προσδίδει.