Η δική μου εξήγηση για το πώς ξεκίνησε ο κόσμος είναι πολύ απλή: ένα πάρτι. Αυτό ήταν το λεγόμενο Big Bang, μια μεγάλη ξέφρενη γιορτή, τόσο εκρηκτική, που από το τίποτα γέννησε την ύπαρξη. Κι έρχομαι τώρα, δισεκατομμύρια χρόνια μετά και ζητώ να μεταμορφωθεί η πραγματικότητα γύρω μου σ’ένα και πάλι ξέφρενο πάρτι.
Σ’ένα πάρτι από εκείνα τα σπιτικά που ο φίλος φέρνει φίλο κι αυτός φέρνει έναν άσχετο· και πίνεις μια μίξη απ’ ό,τι έχει απομείνει στο μπουφέ των ποτών – με λίγο αναψυκτικό για να κατέβει-, χορεύεις χωρίς παπούτσια, φιλιέσαι πεταχτά με όλα τα νόστιμα παιδιά· και τους αγαπάς όλους εξίσου, αφού η ζωή εκείνη την ώρα φαντάζει πολύ μικρή, για να μην μοιραστείς ένα χορό, να μην αποδράσεις απ’ όλες τις δύσπεπτες υποχρεώσεις, να μην ξεγλιστρήσεις στο παρά πέντε από τη λαιμητόμο της ανίας. Εξάλλου, τα πιο βαθιά και γάργαρα γέλια έχουν ξεπηδήσει από τα λαρύγγια πέντε αγνώστων μεταξύ τους ανθρώπων, που, αποχωρώντας από το κυρίως πάρτι, περίμεναν την ίδια ώρα σ’ένα κακοφωτισμένο χολ να μπούνε για κατούρημα στο μοναδικό μπάνιο του σπιτιού.
Οι φίλες μου κάνουν σχέσεις που τις ονομάζουν πατερίτσα, μια τουρίστρια έξω από το μετρό, στη Συγγρού, με ρωτάει προς τα πού είναι η θάλασσα, ενώ οι εξηντάχρονες στο λεωφορείο πηγαίνουν στην έκθεση βιβλίου απορώντας γιατί είναι σχολική αργία κατά λέξη τους: “… αυτή η βλακεία με το πολυτεχνείο”. Εγώ πάντως λυπάμαι το καημένο το βιβλίο που θα πέσει στα χέρια τους.
Ένα μεγάλο πάρτι. Να ξορκίσουμε το κακό. Να σταματήσει ο χρόνος να μετράει. Να ξεχάσω και να ξεχαστώ. Είδα το κεφάλι του φίλου κάτω από τις μπότες του μπάτσου και άκουσα αμίλητη την αγωνία της αγαπημένης του. Συνάντησα τη γιαγιά φίλης και μου έλεγε: “το πρόβλημά μου δεν είναι η μοναξιά· είναι που το σπίτι πάντα ήταν γεμάτο κόσμο και τώρα μαγειρεύω μόνο για εμένα”. Φαντάσου, βρε γιαγιά, να είχες την επιλογή κάθε πρωί δύο καφέδες να σερβίρεις. Γνωρίζω ανθρώπους για τους οποίους τα σπίτια είναι κενά και ο καινούριος καναπές δεν σημαίνει τίποτα και οι πόλεις είναι κενές, αφού δεν ταξιδεύουν με παρέα και τι σημασία έχει που άνοιξε ένα καινούριο μπαρ κάτω από το σπίτι τους.
Είδα τα χέρια σου δεμένα με τάιραπ και το πρόσωπό σου φωτεινό,
είδα τα κλάματα στα μάτια της μάνας που κοιτούσε με απορία την δικηγόρο, είδα στο νοσοκομείο φίλους μέσα στα αίματα και φίλες με σπασμένα άκρα και όλους μας με κρίση αναπνευστικού από τα χημικά.
Γαμώτο, ένα πάρτι· να παρατήσει κάποιος απρόσεκτα το τσιγάρο του στο χαλί και να πάρουν φωτιά αυτές οι εικόνες που βίαια πολιορκούν τη σκέψη μας.
Μέσα στον υποτυπώδη φωτισμό, στα σκορπισμένα στο πάτωμα ξηροκάρπια, δίπλα στον τύπο που προσπαθεί χωρίς να γίνει αντιληπτός να εντοπίσει μέσα στους θαμώνες την πιο όμορφη κοπέλα που είδε τον τελευταίο χρόνο, τα ιδρωμένα πουκάμισα και τα ξεθωριασμένα κραγιόν, τα βλέμματα που σε προκαλούν να πλησιάσεις, τα ποτά που έχουν εκσφενδονιστεί στους τοίχους, τα σήματα που στέλνουν τα τυχαία αγγίγματα των καλεσμένων, παγώνουν όλα. Παγώνει η φαγούρα που προκαλεί η υπερανάλυση στο κεφάλι σου.
Και παθαίνεις ένα είδος αμνησίας. Ξεχνάς το κέντρο του ερ μπι εν μπι, τα μισά ένσημα, τη χίπστερ επέλαση, τα τσάμπα πτυχία, τα ακριβά ενοίκια, τις απλήρωτες υπερωρίες και όλα αυτά που τις μέρες μας καταστρέφουν. Παίρνεις αγκαλιά τους φίλους όπως χορεύετε κι όλα είναι απλά και τίποτα δεν έχει σημασία γιατί η ζωή δεν πεθαίνει.
Η φιλία μού θυμίζει τις γλάστρες στα μπαλκόνια, τα φυτά στις αυλές, που χωρίς να κάνουν τίποτα, μόνο με λίγο πότισμα, τις ομορφαίνουν. Έτσι και οι φίλοι, δεν χρειάζεται τίποτα να κάνουν μονάχα να δεχτούν το πότισμα για να απλώσουν τα φύλλα και τα άνθη τους.
Αν με ρωτάτε, αντέχουμε για πάρτι σαν κι αυτά κι επειδή τάπερ
δεν ανταλλάζουμε με τις μαμάδες μας αλλά με φίλες.
Η τρυφεράδα θα σώσει τον κόσμο.
Γράφω γιατί αλλιώς θα σκάσω.