//ή ένας εναλλακτικός τίτλος του “Ολα τα γουρούνια, την ίδια μούρη έχουνε”.//
Οδηγούμαι με βήμα ταχύ, ασυνείδητα, σταθερά και βασανιστικά στην κατάσταση εκείνη της ανθρώπινης ύπαρξης που ονομάζεται “κατεβάζω ρολά”. Μια φουσκίτσα, μια πολύχρωμη φουσκίτσα που κλείνει αεροστεγώς γύρω μου και με κρατάει προστατευμένη από τον καρκίνο της βαρβαρότητας. Μια φουσκίτσα γιατί, αν και ποτέ δεν το πίστευα, τώρα λίγο φοβάμαι μήπως “αν πολεμάς τα τέρατα, πρέπει να προσέχεις μήπως γίνεις τέρας κι ο ίδιος. Και αν κοιτάς για πολύ ώρα την άβυσσο, στο τέλος και η άβυσσος θα κοιτάξει εσένα”. Δεν ήμουν και φαν του Νίτσε ποτέ, γιατί μου κόλλησε τελευταία αυτό το ρητό;
Ισως μια απόπειρα της σημερινής τάξης πραγμάτων να είναι ο εθισμός στη σκληρότητα. Oταν είμαστε μικρούληδες, mας προσφέρεται από την κοινωνία, μια μάσκα, ραμμένη από χοντρές ίνες βαρβαρότητας. Στην αρχή δεν είναι επιτακτικό να τη φοράς, έχεις το ελεύθερο να μην τη βάλεις ποτέ, να την φυλάξεις κάπου αχρησιμοποίητη ή να την πετάξεις κατευθείαν. Αλλά σου δίνουν την υπόσχεση πως αυτή η μάσκα του σκληρού, είναι μεγάλο όπλο για τη ζωή, κι έτσι ακόμα κι αν δεν τη φορέσεις αμέσως, την κλειδώνεις προστατευτικά σ’ ένα συρτάρι, έτσι, για παν ενδεχόμενο, καθώς “θα πρέπει να είσαι βλάκας για να χαραμίσεις τέτοιο εφόδιο”, συμβούλευσαν.
Κι έρχεται μια μέρα που νιώθεις μέσα σου τόσο σμπαραλιασμένος, όλα τα κομμάτια σου ψοφάνε για εκδίκηση, ή μια μέρα που νιώθεις ένας μεγάλος βλάκας, ένοχος που πιάστηκες θύμα , ή μια στιγμή που μια σειρά από ατυχή γεγονότα σου έχουν χαρακώσει το πρόσωπο. Και τοτε, ανερυθρίαστα κι αποφασισμένα, ανοίγεις το συρτάρι, φέρνεις τη μάσκα της σκληρότητας στο πρόσωπό σου.
Η μάσκα όμως αυτή αποτελείται από τοσοδούλικες κολλώδεις ίνες που κολλάνε στο πρόσωπό σου, μπλέκονται με τα κύτταρα σου, εισχωρούν κάτω από το δέρμα σου, τυλίγονται μέσα σου, χωρίς να νιώθεις τίποτα, παρά μόνο την κούφια ψευδαίσθηση πως είσαι ο δυνατός. Κι αν μια μέρα πάρεις απόφαση ότι δε θέλεις να φοράς την βάρβαρη μάσκα σου πια, πας να την αφαιρέσεις και δε βγαίνει, τραβάς , ξανατραβάς, πονάς, δε μετακινείται, ουρλιάζεις, τη γδέρνεις με τα νύχια σου τραβώντας, δεν κουνιέται, καίγεσαι, πονά η αλλοιωμένη φάτσα σου από κάτω. Κι εσύ δε θες να πονάς. Εσύ δεν αντέχεις τη σκέψη ότι το πρόσωπό σου, το κρυμμένο από κάτω της τόσα χρόνια, θα σου μοιάζει άγνωστο. Αν τη βγάλεις, τα χαρακτηριστικά σου, όσα έχουν μείνει ανέγγιχτα, θα μοιάζουν αλλόκοτα, παράταιρα, σαν ένας πίνακας ετερόκλιτων στοιχείων, μπερδεμένο παζλ. Γιατί θα λείπει η αγριότητα από πάνω τους κι εσύ τη συνήθισες τόσον καιρό. Εξάλλου, υπάρχει κι η επικίνδυνη πιθανότητα, κάτω από τη μάσκα σου να μην υπάρχει καν πρόσωπο πια.
Δε θέλω άλλη αγριότητα. Δε θέλω άλλη αναλγησία. Δε θέλω άλλο πόνο, άλλη βαρβαρότητα, άλλο μίσος, άλλες ρυτίδες σκληρότητας στα πρόσωπά μας.
Τον θιασώτη της βίας, που ανάθεμα κι αν μπορεί να διανοηθεί πως είναι θύμα μιας μάσκας τόσο καιρό, ασχέτως της αναγούλας που μου προκαλεί, καταβάθος τον οικτίρω. Γιατί η μάσκα του έγινε η φύση του. Εξαρτήθηκε από αυτή, την άφησε να του λιώσει την φυσιογνωμία, έμεινε απλά μια μάσκα, χωρίς πρόσωπο ανθρώπινο από κάτω. Χιλιάδες τέτοιες κούφιες πανομοιότυπες μάσκες, στεγνές από ζωή, μόνο ξεραμένες μάσκες με πόδια να σουλατσάρουν αγελαία. Κι ίσως γι’ αυτό και όλα τα γουρούνια την ίδια μούρη έχουνε.
Δε θέλω άλλη σκληρότητα.
Θέλω να ίπταμαι, να αιωρούμαι από πάνω σου κόσμε, να μη με αγγίζεις με τα βρώμικα άκρα σου και τίποτα να μην πονάει. Κι αν δε μπορώ να έχω αυτό, θέλω να κουρνιάσω σε μαλακά, φρεσκοπλυμένα, μοσχομυριστά σεντόνια, όλη μέρα να μου χαϊδεύει κάποιος τα μαλλιά και να μου ψιθυρίζει πως πού θα πάει, θέμα χρόνου είναι, θα ξαναδροσερέψει ο κόσμος.
{υ.γ. Η φουσκίτσα σου είναι εκεί για τις δύσκολες ώρες, όταν ο κόσμος γύρω βαραίνει αφόρητα, σκοτεινιάζει ή στενεύει υπερβολικά. Και το να κρυφτείς στη φούσκα σου για λίγο δεν είναι ούτε ανεύθυνο, ούτε δειλό, ούτε ξεφτίλα. Να το κάνεις, μερικές φορές είναι θέμα επιβίωσης, γιατί είναι δίλλημα: ή η φούσκα σου, ή η μάσκα τους.}
Η τρυφεράδα θα σώσει τον κόσμο.
Γράφω γιατί αλλιώς θα σκάσω.