Πόσο βαθιά αγαπώ τις μεταμεσονύχτιες συζητήσεις, αυτές που απρόοπτα συμβαίνουν στην ουρά αναμονής της τουαλέτας ενός μαγαζιού ή στο μεσοδιάστημα δύο τραγουδιών σε κάποιο γλέντι ή γενικά σε όλες αυτές τις συνθήκες που παράδοξο μοιάζει το να καταφέρει μια κουβέντα να ανθίσει
-κι όμως ανθίζει.
Μια τέτοια συζήτηση είχα τις προάλλες, απλοί γνωστοί είμαστε οι δύο συνομιλητές μεταξύ μας, χωρίς να έχουμε μοιραστεί πολλά περισσότερα, πέρα από χαχανητά και πειράγματα -καθιερωμένοι κλασικοί θαμώνες ενός μαγαζιού – . Πώς κάτσαμε στο ίδιο τραπέζι για κάμποση ώρα, κι ήταν λες και περιμέναμε να περάσουμε το τείχος του χαβαλέ, να αδράξουμε την ευκαιρία να μοιραστούμε. Και στο “μοιραστούμε” παραλείπεται το συντακτικά αντικείμενο του, αν και χρησιμοποιείται συνήθως ως ρήμα μεταβατικό. Κι αυτό, γιατί θεωρώ πως το αντικείμενο περισσεύει, είναι ωραία όταν αυτοπαθητικά χρησιμοποιείται ως μοιράζομαι εγώ τον εαυτό μου – ένα κομμάτι μου. Τι όμορφο να συμβαίνει αυτό κάθε που κουβεντιαζουμε.
Τι έλεγα; Ναι! Για τη μεταμεσονύχτια κουβέντα.
Λέγαμε κι οι δύο πως θέλουμε έναν έρωτα καινούργιο και θυμάμαι είπα πως τελευταία μιλάω πολύ με χρώματα – άρα αυτός ο νέος έρωτας θα ήθελα να έρθει τακτικά τυλιγμένος σε μια μπεζ συσκευασία δώρου και να είναι κι ο ίδιος μπεζ. Περίμενα ο συνομιλητής μου να απορήσει, έχω συνηθίσει εξάλλου να ανοίγω το κεφάλι μου και να σερβίρω πράγματα που συνήθως ονομάζουμε ανορθολογικά, αλλά όχι, μου αντιγύρισε “Μπεζ! Ναι. Μας κούρασε το κόκκινο ε;”
Και συνεννοηθήκαμε τόσο εύκολα, τόσο απλά πως το πιο σημαντικό πλέον είναι να έχουμε τον μπεζ ερωτά μας, να τον φροντίζουμε, να τον ποτίζουμε, να τον ξυπνάμε με χάδια. Έναν έρωτα που απ’ όλα τα χαϊδευτικά, θα τον αποκαλούμε “παυσίλυπό μου”.
Το θέμα είναι, βαρέθηκα, κουράστηκα τους έρωτες μου να κοιτώ και το βλέμμα μου να λέει “θέλω να σε κατασπαράξω” . Θα ‘θελα να μπορούσα, κοιτώντας τον να πω “θέλω να σε αφομοιώσω”.
Η τρυφεράδα θα σώσει τον κόσμο.
Γράφω γιατί αλλιώς θα σκάσω.