Σαν έχεις μια δική σου χαρά
και τη μοιράζεσαι,
πώς τυχαίνει καμιά φορά
τα βλέμματα αδιάφορα να σφυρίζουν
οι γύρω ώμοι να ανασηκώνονται
κι απ’ το μέτωπό σου ξεκινά μια άγκυρα
που σκύβει το κεφάλι σου στο πάτωμα.
Μη σε νοιάζει, μ’ ακούς;
Η χαρά καθόλου μικρή ή ασήμαντη δεν είναι
Είναι δική σου. Ολόδική σου.
Σφίξε τη στην αγκαλιά σου, σα να είναι τροφαντό μαξιλάρι,
κυλήσου μαζί της στα σκεπάσματα,
άλειψέ τη σε βουτυρωμένο ψωμί,
λούσου με τα ζουμιά της.
Δάγκωσέ τη σας ζουμερό φρούτο
ή βύθισε μέσα της το πρόσωπό σου.
Μπορείς να τη φορέσεις κασκόλ
ή να τη βάλεις αντί για άρωμα πίσω από τα αυτιά.
Μόνταρέ της δύο πετάλια και διέσχισε τον κόσμο μ’ αυτό το νέο αυτοσχέδιο ποδήλατο.
Σήκωσέ της το κατάρτι, τα πανιά κι ανακάλυψε νέες Αμερικές.
Μ’ ακούς;
Οσες κόρες ματιών κι αν περιστραφούν,
όσοι ώμοι κι αν κυρτώσουν,
όσα χείλη κι αν εκπνεύσουν βαρεμάρα,
μη ξεγελαστείς.
Η χαρά σου λιγότερο σπουδαία δεν είναι.
Η τρυφεράδα θα σώσει τον κόσμο.
Γράφω γιατί αλλιώς θα σκάσω.