Πάρτε τα σπίτια, αγαπήστε, ερωτευτείτε τα, μην ξεχάσετε να πετάξετε τα σκουπίδια.
Τα δικά σας λέω.
Είναι πολύ in να μαζεύεις σκουπίδια σπίτι. Ξεχαρβαλωμένες αγκαλιές και τρύπιες αναμνήσεις, σκάρτους χαρακτήρες, μουχλιασμένο μυαλό, χέρια που έχουν λήξει. Σαραβαλιασμένους εγωισμούς, ξεφτισμένες δήθεν τάχα μου πεποιθήσεις, απλές βιαστικές ξεπατικοτούρες. Ρακοσυλλέκτες στιγμών.
Δεν είναι τα σύννεφα έξω από το παράθυρο,
είναι τα βλέμματα μες στο δωμάτιο που σκοτείνιασαν.
Άκουσα θα φορεθεί πολύ το σαλόνι που ζέχνει φέτος. Το διάβασα σ’ένα κιτρινισμένο περιοδικό, μπορεί να ‘ήταν παλιά η έκδοσή του, μα όλοι τέτοια σαλόνια διακοσμούν. Πωλούνται σε γκαλερί για χιλιάδες.
Σε μια γκαλερί ξεπουλιόμαστε και’μεις για πενταροδεκάρες.
Ωσπου μια στιγμή έρχεται ένας πελάτης, δεν χαιρετάει, δεν προσέχει τα τρύπια μας βελούδα και δεν αερολογεί, μόνο απορεί, “πώς γίνεται;” λέει.
Άνθρωποι σκοτώνουν μέσα σε εκκλησίες, πουλιά στριγγλίζουν
για να μην κοιμηθεί κανείς μας. Οι γλώσσες μας, λένε ο,τι θέλουν χωρίς να μας ρωτάνε και το φως δείχνει τις σκιές
πιο σκοτεινές από ποτέ.Το χιόνι καίει,λιώνει τα σκουφιά μας, οι σφαίρες εκτροχιάζονται. Οι βρύσες βγάζουν μόνο βυσσινάδα με ανθρακικό,τα τηλέφωνα χτυπάνε συνέχεια χωρίς λόγο και οι συναγερμοί παίζουν σακεντέλικ κάθε φορά που κάποιος μπαίνει σπίτι του.Χθες σε ρώτησα γιατί είμαστε ακόμα εδώ. Μου είπες πως δεν έχουμε λεφτά.
Γάμα τα λεφτά, εγώ λέω να την κάνω μα κάπου έβαλα τον δρόμο μου σε κάποια τσέπη, σε κάποιο μπουφάν και τώρα δεν τον βρίσκω. πρέπει να φτιάξω άλλον θαρρώ.
Μπορεί και να μην είμαστε όμορφοι, γι’αυτό να μένουμε στα αζήτητα σκεφτόμαστε.
Αυτή η μακρινή και άσχετη με εμάς φυλή, οι αρχαίοι Ελληνες, όταν ήθελαν να ορίσουν κάτι σαν όμορφο, το λέγανε ωραίο. η λέξη ωραίο, πηγάζει από τη λέξη ώρα. Αυτό που είναι έτοιμο, εκείνη την συγκεκριμένη και μόνο στιγμή, να χαρακτηριστεί ωραίο. Ούτε λίγο πριν ούτε λίγο μετά.
Η ομορφιά είναι πάνω σε κυλιόμενες σκάλες και ανεβοκατεβαίνει. Αλλάζει θέση. Και αυτή και οι παρατηρητές της από την απέναντι κυλιόμενη σκάλα. Πηδάς πας να την κυνηγήσεις και τσακίζεσαι. Δεν πιάνεται. Έρχεται και φεύγει.
Η ομορφιά είναι ένα βιαστικό όραμα που μας ανατριχιάζει όταν το βλέπουμε. Μπορεί να μας σκοτώσει και να μας γεννήσει.
Οτιδήποτε άλλο,θα ήταν εξοργιστικά ηθικό.
Κλείνει η έκθεση, εμείς ελπίζουμε πως αύριο – βέβαια κύριε θα ρίξουμε κι άλλο το κόστος – κάποιος θα βρεθεί να εντυπωσιαστεί από τις κέρινες φάτσες μας, τις μόνιμα άψυχες μα χαμογελαστές και θα μας αγοράσει σε τιμή ευκαιρίας.
Εν τέλει, μας πέταξαν και’μας και τα σκουπίδια.
Η τρυφεράδα θα σώσει τον κόσμο.
Γράφω γιατί αλλιώς θα σκάσω.