Ζούμε σε μια εποχή στην οποία τα ερεθίσματα σκάνε με ρυθμούς καταιγίδας, οι εικόνες εναλλάσσονται συνεχώς, το ίδιο και οι σκέψεις. Μέσα σε μισή ώρα ο μέσος χρήστης που είναι συνδεδεμένος στο Ίντερνετ λαμβάνει τεράστιο αριθμό ερεθισμάτων. Μια αλληλουχία εικόνων και σκέψεων άλλων ανθρώπων, ειδήσεων αλλά και δικών μας σκέψεων, αντανακλαστικών τις περισσότερες φορές στα ερεθίσματα που δεχόμαστε. Και τα συναισθήματα; Μένουν ανεπηρέαστα από τις συνεχόμενες εναλλαγές;
Και αν κάτι πρέπει να μας ανησυχεί περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, είναι το πόσο διαδεδομένα είναι τα εσωτερικά κενά. Πόση μοναξιά και πόση έλλειψη επιβεβαίωσης έχει ο κόσμος και πόσα είναι διατεθειμένος να δώσει για να τα καλύψει .
Αυταπάτες οι κοινοποιήσεις μας, για να προσελκύσουμε και να σαγηνεύσουμε τους φίλους μας. Κυνηγοί της αγάπης τους, μπροστά και πίσω από τον φακό. Θα πρέπει να σταθούμε καλύτερα την επόμενη φορά στην κάμερα, να ανεβάσουμε κάποιο πιο ψαγμένο φιλοσοφικό απόφθεγμα. Γιατί έτσι επιδεικνύουμε το πόσο ενδιαφέροντες είμαστε, πόσο βάθος έχουμε. Το χρονολόγιο λειτουργεί ως λευκός καμβάς, εμείς οι ζωγράφοι.
Πόσο σαθρό το οικοδόμημα που εμείς οι ίδιοι χτίσαμε. Είναι πραγματικά τραγική ειρωνεία, αλλά και ένδειξη μιας εποχής που το ψηφιακό αποτύπωμα μετράει περισσότερο από το ίδιο μας το στίγμα σε πραγματικές περιστάσεις. Εταιρίες πριν καν προσλάβουν, «συμβουλεύονται» και ρίχνουν μια ματιά σε μας, στο προφίλ μας λες και γνωρίζουν ποιοι είμαστε εμείς και αποφασίζουν. Το δικαίωμα, ποιος το δίνει αναρωτιέμαι όταν βγάζουμε εμείς οι ίδιοι τα άπλυτα μας δημόσια. Γιατί μην γελιέστε μπορεί το προφίλ να είναι μία πτυχή του εαυτού μας, ωστόσο δεν είμαστε εμείς. Το προφίλ είναι απλώς μια στιγμή μας, τόσο χαρακτηριστική του ποiοι είμαστε όσο είναι η αγαπημένη μας τσίχλα. Μασάς και πετάς.
Έχουμε καταντήσει πολλοί από εμάς να θεωρούμε ως πιο σημαντική την άποψη που έχουν οι άλλοι για εμάς, απ’ ότι εμείς οι ίδιοι για εμάς. Και όλα αυτά γιατί στη ψηφιακή μας κοινωνία, ο μιμητισμός είναι το Α και το Ω στο υποσυνείδητο.
Γκρίζες ζώνες τα προφίλ, δεν χρειάζεται να τα χαρακτηρίσουμε άδικα μαύρα όλα ή άσπρα. Σημασία έχει να λειτουργούμε με πλήρη συνείδηση, χωρίς να λογαριάζουμε του τι θα συμβεί μετά. Έχει άραγε τόση σημασία να ανεβεί ο αριθμός των «like», μετά από μία δημοσίευση μας; Στο κάτω κάτω της γραφής, ποιος ενδιαφέρεται αν ο χρήστης «Χ» αισθάνεται «ευλογημένος» ή ότι «τον αγαπούν», πίνοντας καφέ στο Μικρολίμανο; Σοβαρά τώρα ποιος αισθάνεται έτσι; Για ποιο λόγο μια ολόκληρη γενιά χρηστών έχει μπει σε όλη αυτή τη διαδικασία να ενημερώνει για κάθε της κίνηση; Που πήγε το μυστήριο; Η ανάγκη για ιδιωτικότητα και για απόλαυση της ζωής σε πραγματικούς όρους και όχι σε ψηφιακούς;
Η δημιουργία αυτής της εναλλακτικής εικόνας του ανθρώπινου εαυτού εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό σχετικά με το πώς και οι άλλοι προβάλλουν τους εαυτούς τους στο ίδιο πλαίσιο. Τι συμβαίνει με τον “πραγματικό” εαυτό, τότε;
Η “χαμογελαστή κατάθλιψη” είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει τους ανθρώπους που πάσχουν από κατάθλιψη, αλλά η οποία δεν είναι τόσο εμφανής. Ένας άνθρωπος με “χαμογελαστή κατάθλιψη”, είναι δύσκολο να φανεί ότι έχει κατάθλιψη. Nιώθoντας άδειος και ανασφαλής εσωτερικά, φορά την μάσκα του χαρούμενου ανθρώπου και φαίνεται συνέχεια χαμογελαστός γιατί φοβάται πώς θα τον κρίνουν οι άλλοι γύρω του. Έτσι όχι μόνο μπορεί να μιλήσει με τους ανθρώπους αλλά είναι συχνά και το πιο ενεργό άτομο σε μια παρέα και μπορεί πάντα να βρει κάτι για να αστειευτεί ή να γελάσει. Αυτή είναι η χαμογελαστή κατάθλιψη.
Κόσμος πεθαίνει βγάζοντας selfie, ζευγάρια βρίσκονται μέσω application και χωρίζουν λόγω like ή «καρδούλας», άνθρωποι γίνονται διάσημοι από ένα βίντεο ή από ένα status. Στο τέλος, όμως, τι μένει από όλα αυτά;
Γιατί ας είμαστε ειλικρινείς, από τότε που τα social media έγιναν προέκταση του χεριού και γραφικοί μπάτσοι της διασκέδασής μας (από αυτούς που κρατάνε γκλομπ και όταν δεν μυρίζουν καμένο τραβάνε σέλφι τα εργαλεία τους) το να μην έχουμε τρόπο να μοιραστούμε το πού βρισκόμαστε, τι πίνουμε, τι τρώμε, με τι αστείο γελάμε την όποια δεδομένη χρονική στιγμή είναι ένας εφιάλτης. Από αυτούς που ξυπνάς ιδρωμένος και ψάχνεις την μαμά να της ζητήσεις να μην πας αύριο σχολείο.
Ξανά κοντά σας: Οπουδήποτε και αν βρίσκεσαι τώρα που μιλάμε. Είτε βρίσκεσαι σε κάποια παραλία και απορείς πόσο τρολ παίζει να είναι ο καιρός είτε σε μία δημόσια τουαλέτα και χαζεύεις τα τηλέφωνα και τα αντιφασιστικά σχόλια που βρίσκονται γραμμένα στα πλακάκια της, θέλω να κοιτάξεις λίγο γύρω σου. Τους Instagram Story Freaks, τους γνωστούς και ως ‘ιστορίες’, θα τους εντοπίσεις εύκολα και γρήγορα. Είναι αυτοί που έχουν το ένα δάχτυλο ζουληγμένο στην οθόνη του κινητού τους και σκαμπανευάζουν την συσκευή στον αέρα για περίπου 30 δευτερόλεπta
Ουτοπικός Συναγερμός: Στο τέλος της επόμενης ημέρας, τίποτα δεν έχει σημασία. Το story έχει σταματήσει να παχαίνει παραστατικά την εικόνα του προφίλ μας και εμείς είμαστε σε αναζήτηση του επόμενου εκείνου κλιπ που θα μας φουντώσει την ικανοποίηση ότι κάποιοι ασχολούνται μαζί μας. Ότι κάποιοι μας παρακολουθούν, μας διαβάζουν.
Ένα γεγονός που αν το στεγνώσουμε από τις σάλτσες του ‘αυτή είναι τώρα η μόδα’ και του ‘σιγά μωρέ, τα παίρνεις πολύ σοβαρά τα πράγματα’ θα συνειδητοποιήσουμε (εύχομαι) ότι είναι τρομερά πιεστικό και βάρβαρο. Ειδικά αν σκεφτούμε ότι κλείνουμε ακόμα τα παράθυρα για να μην δει ο γείτονας ή η γειτόνισσα τι κάνουμε μέσα στο σπίτι μας. Ή αν αναλογιστούμε ότι πολλά από τα πράγματα που μοιραζόμαστε ότι κάνουμε, δεν είναι παρά ένα μπουκέτο αυταπάτης ότι περνάμε καλά παρόμοιας με εκείνη που κάποια (ή κάποιος) αδημονεί να πιάσει από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι της στην εκκλησία.
Είμαστε η γενιά των κομπάρσων. Ζούμε τις ζωές άλλων μόνο και μόνο επειδή έτσι κάνουν όλοι. Είμαστε η γενιά των σκλάβων σε μια χώρα θεωρητικά απελευθερωμένη και οι δυνάστες μας δεν είναι άλλοι από τα υλικά που δημιουργήθηκαν για να μας διευκολύνουν τη ζωή. Αν κάποιος πάει για λίγο να παρεκκλίνει από το πλήθος του κολλάμε τη ταμπέλα του διαφορετικού, του σνομπ, ακόμα και του ηλίθιου, επειδή τάχα δε συμμορφώνεται σε αυτά που προτάσσει η εποχή, επειδή τόλμησε να σκεφτεί λίγο παραπάνω.
Στην πραγματικότητα, είμαστε η γενιά της ανασφάλειας, εγκλωβισμένη στα likes, τα views και τα follows. Βασίζουμε τη διάθεση μας στη γνώμη που έχουν οι άλλοι για εμάς δείχνοντας έτσι όχι μόνο τη χαμηλή μας αυτοπεποίθηση αλλά και μια παράλληλη τάση ναρκισσισμού που φτάνει το σημείο ωραιοπάθειας.
Η τρυφεράδα θα σώσει τον κόσμο.
Γράφω γιατί αλλιώς θα σκάσω.