Περιμένω να έρθει η κατάλληλη στιγμή -αυτός όχι, όχι αυτός- και κάνω κύκλους στο δωμάτιο δαγκώνοντας τα χeίλια μου. Κάθομαι στο δωμάτιο και διαπιστώνω πόσο φωτεινός φαίνεται ο τοίχος από ‘δω και πόσο σκούρα η κουρτίνα -αν περάσεις απ’έξω δε θα σε δω.
Αποφάσισα να τελειώσω με τις αναμνήσεις σου, έχω σταθεί πίσω από την πόρτα άυπνη περιμένοντάς να μπούνε για να τις πυροβολήσω. Μα κάποιος θα σ’ το σφύριξε γιατί έχεις να φανείς μέρες. Με ρώτησαν τι προτιμώ, να σ’αγαπώ ή να μ’ αγαπάς; Να σε ξεαγαπήσω δεν μπορώ μα ούτε και συ να μ’ αγαπάς, οπότε δεν τίθεται ζήτημα επιλογής. Μα το μόνο που θέλω είναι να μου πεις πώς με ξέμαθες, γιατί εγώ παλεύω μέρες τώρα να κάνω ένα σίγμα ξι και από το να “σε χάσω” να “ξε-χάσω”.
Θρηνώ, όχι τόσο για τις λέξεις που βγήκαν από το στόμα σου, όσο για εκείνες που λανθασμένα προσδοκώντας δεν ήχησαν στ’ αυτιά μου.
Μη γράφεις Κατερίνα άλλο για έρωτες και πόνο και ξενύχτια και ιδέες και κρεβάτια και σώματα. Πρέπει να θεματοποιείς και όχι να θυματοποιείς. Πώς θα αλλάξουμε τον κόσμο αν δεν αλλάξουμε μοτίβο ποιητικής;
Μα υπάρχουν τόσοι που γράφουν για τόσα, γιατί να μη μ’ αφήνεις στην ησυχία μου να μιλάω γι’αυτά που ξέρω, δεν μ’αρέσει πολύ τη ζωή να φαντάζομαι απλά με λέξεις, προτιμώ να τη ζω. Μετά αν πονέσω, αν νοσταλγήσω, αν θελήσω, κάτι ψιλά θα γράψω.
Η τρυφεράδα θα σώσει τον κόσμο.
Γράφω γιατί αλλιώς θα σκάσω.