// Δεν θέλω να πονάς γιατί μ’ αρέσουν οι γωνίες στο στόμα σου όταν γελάς //
Είχε πανσέληνο τις προάλλες, είχανε πάθει τα νεύρα μας και η Αλεξίου το χαβά της. Ε δε γίνεται έτσι.
Υπάρχει αυτή η ορμητική επιθυμία, η ρομαντική πεποίθηση ή η υπέρμετρη αισιοδοξία, ή η αφελής πλάνη πως όμορφα πράματα θα εκτυλίσσονται γύρω μας και θα μας αγκαλιάζουν, κάνοντας μας να μην μετακινούμαστε με τα πόδια μας, αλλά με κάτι μικρά φτεράκια που, χωρίς να καταλάβουμε το πώς, στο δέρμα μας έχουν φυτρώσει.
Θα βρούμε τη δουλειά που δεν θα σιχτιρίζουμε το πρωί όταν ξυπνάμε, θα γελάμε με την καρδιά μας και θα παίζουμε μπουγέλο δροσίζοντας την άσφαλτο, θα λούζει ο ήλιος τα μαλλιά μας και θα χορεύουμε στον καναπέ με το βρακί.
Θα ζήσουμε έρωτες που δεν θα πονάνε κι οι άνθρωποι στα λεωφορεία θα καλημερίζονται, θα περιβαλλόμαστε από λόγια που δεν γδέρνουν την ψυχή μας και θα βρεθούν φιλίες που δεν θα λήξουν με απογοητεύσεις κλαμένα χαρτομάντιλα και μύξες.
Και θα ξέρουμε πως δεν κάναμε τίποτα κακό, ήμασταν απλά δύο άνθρωποι, που συναντηθήκαν κι ανέβηκε το καρδιοχτύπι τους.
Είναι πολύ απλό και σίγουρο κι ειδυλλιακό συνάμα, το ξέρω, μα σύντομα θα κρεμάσουμε αιώρες στα δεντράκια της Καλλιδρομίου.
Και να το ξέρεις, προσωπικά, τα “θα” μου δεν τα (μοιρά)ζω άσκοπα.
Η τρυφεράδα θα σώσει τον κόσμο.
Γράφω γιατί αλλιώς θα σκάσω.