*στη φαμίλια που κάπου χάθηκε*
Τα κορίτσια σε αυτό το σπίτι είναι όλα άφραγκα, λένε ιστορίες δρόμου για την σκατανθρωπιά και την χαριτωμένη πουτανιά κι όλες μαζί οργανώνουνε μια ελαφριά παρανομία.
Τα κορίτσια όταν αφήνουν κάτω τα μαλλιά τους μυρίζουν λουκουμάδες και η μυρωδιά πετάγεται από την τρίχα, τσουλάει στην καμπύλη της πλάτης τους και σκάει στο μάγουλό σου.
Τα κορίτσια βαριούνται. Κυκλοφορούν εδώ και πέντε μέρες με μποξεράκια και σκισμένη κάλτσα, τεράστιες κούπες στα χέρια, μισοφέγγαρα κάτω από τα μάτια και τεθλασμένες γραμμές χαμόγελου στα χείλια. Βαριούνται και παίζουνε τάβλι, σκάκι, επιτραπέζια, τις χαζές και με τα μυαλά των άλλων.
Και βαράνε φρίκες,για να μη βαράνε μύγες.
Τα κορίτσια φυσικά και πονάνε και δεν είναι ποιητικό, δεν είναι καθόλου γοητευτικές όταν κλαίνε, με τις μύξες να τρέχουν και τα σάλια να πετάγονται και τα μάτια πρησμένα και τις βλεφαρίδες υγρές. Τα κορίτσια νιώθουν σαν λιγδιασμένες χαρτοπετσέτες που έπεσαν από το τραπέζι και τις πατάς κατά λάθος με τη φτέρνα της παντόφλας σου. Κλαίνε με το κωλόχαρτο αγκαλιά και οι τούφες των μαλλιών τους έτσι όπως μουσκεύουν και λάμπουν, είναι ο,τι πιο όμορφο υπάρχει.
Τα κορίτσια γελάνε με την ψυχή τους και σηκώνουν τον άγνωστο να χορέψει και θέλουν να έχουν ιστορίες να λένε, και μετά γραπώνονται η μια από το μπράτσο της άλλης και ταξιδεύουν.
Μπορούν να σου δωρίσουν εκείνο το υπέροχο πρωινό που θα αδειάσουν όλους τους φόβους τους επάνω σου, ενώ θα έχουν συνεχώς κλειστά τα μάτια τους και θα αλλάζει συνεχώς η φωνή τους, θα αλλάζει το χρώμα των ματιών τους, θα μεταμορφώνεται σε εκείνο το υπέροχο τέρας που καταβροχθίζει τις ηλιαχτίδες του ήλιου και τα παθιασμένα γλωσσόφιλα.
Τα κορίτσια μοιράζονται τα καλσόν γιατί σκίζονται, μοιράζονται το κόκκινο κραγιόν τους, την καινούρια ποίηση που αγόρασαν και την τελευταία μπύρα.
Μεγάλωσαν, ξέρουν πως υπάρχουν χειρότερα πράματα στη ζωή. Το οχτάωρο στη δουλειά, τα αναπάντητα μηνύματα, η σιωπή του σαλονιού στις εννιά το βράδυ, το τέρας της γραφειοκρατίας, οι παρανυχίδες, η ουρά στις δημόσιες υπηρεσίες, τόσα πολλά.
Tα κορίτσια θέλουν πολύ να εντυπωσιάσουν αυτόν τον ένα που μονοπώλησε το ενδιαφέρον τους και περιμένουνε πάνω από μηνύματα και τηλέφωνα, και λένε δακρυσμένα “δεν πειράζει” και χαμογελαστά “άι στο διάολο” και φοβούνται και εξαρτώνται και πιάνονται κορόιδα και γίνονται θύτες και κάνουνε την πλάκα τους και νιώθουν μαλάκες και περιμένουν και υπομένουν. Και σκέφτονται ποιο φουστάνι θα ταιριάζει περισσότερο στον Εκείνον τους όταν τους το βγάζει.
Μαγειρεύουν γιαχνί έρωτες και θέλουν να τους παρατηρούν από έμβρυα να γερνάνε, και πολύ τον προσέχουν τον έρωτα τους όταν μεθάει, όταν αρρωσταίνει, όταν νιώθει μόνος.
Τα κορίτσια αυτά αγαπιόντουσαν, γιατί στο κάτω κάτω πάντα μαζί ξεμένανε στις 5 το χάραμα.
Η τρυφεράδα θα σώσει τον κόσμο.
Γράφω γιατί αλλιώς θα σκάσω.