Κάποτε είχα τσιμπηθεί με ένα αγόρι.
Είχα τσιμπηθεί σ’ αυτό το αδράχτι που σε κάνει να βλέπεις την πραγματικότητα σαν όνειρο και ο αέρας μυρίζει λουλούδια και όλα σου χαμογελάνε, ακόμα και οι κολλημένες τσίχλες στα πεζοδρόμια, ενώ οι γύρω είναι όλοι φίλοι και θυμίζουν άνοιξη.
Hθελα να με ερωτεύεται απογεύματα Τετάρτης, που η βδομάδα βρίσκεται στη χειρότερή της, που τσιτσιρίζει το ταγγισμένο λάδι της γειτόνισσας κι ουρλιάζουν τα παιδιά στις τραμπάλες, ήθελα να πέφτουν με δύναμη τα ρολά των μαγαζιών κι εμείς να τρωγόμαστε ακατάπαυστα στη μέση του δρόμου, να μας προσπερνάν οι οδηγοί κορνάροντας, ήθελα οι άνθρωποι να φοβούνται να αναπνεύσουν, μήπως ο έρωτάς μας τους μπουκώσει τα πνευμόνια.
Τόσο είχα τσιμπηθεί. Κι είχε τσιμπηθεί και ‘κείνος μαζί μου, ίσως όχι τόσο, ίσως το δικό του τσίμπημα ήταν ένα τσίμπημα βελόνας που το νιώθεις τσακ, όπως όταν σου παίρνουν αίμα. Πάντως τα τσιμπήματα και των δυο ήταν αρκετά για να δημιουργηθεί μια όμορφη ερωτική ιστοριούλα.
Το αγόρι ωστόσο είχε τσιμπηθεί κι από τη βελονίτσα μιας άλλης κοπέλας, και τον ήθελε και εκείνη πολύ πριν από μένα, ήταν μαζί και ήταν ευτυχισμένος. Αυτά όσο ζούσαμε τη δική μας ιστορία δεν τα ήξερα, τα έμαθα προς τον επίλογο της, ως τον λόγο που αναγκάζεται να γράφτει.
Το παρακάτω τριμερές κείμενο το είχα γράψει τότε, που το αντίο πόναγε πολύ, τις πρώτες μέρες που ακόμα δεν μπορούσα να δω ψύχραιμα τίποτα κι όλα στα κόκκινα, τις μέρες που το γλυκό μούδιασμα απ το τσίμπημα της ερωτίλας ειχε γίνει σουβλιά που μ’ έκανε να μην μπορώ να σταθώ όρθια.
I.
Το πρώτο βράδυ συνάντησης, οδηγούσαμε στην Πατησίων, μέχρι που η αστική σιωπή ενώθηκε με τη δική μας, κανείς δεν ήθελε να γυρίσει σ’ένα κουφό σαλόνι, αλλά παράλληλα δεν υπήρχε άλλη επιλογή ?τα αυτονόητα παραλείπονται/, όταν φτάσαμε στην πόρτα με κοίταξες για μερικά δευτερόλεπτα, μου ψιθύρισες με τα μάτια να πλησιάσω κι εγώ έφτυσα ένα κούφιο καληνύχτα κι ύστερα μουτζωνόμουν όσο έβαζα το κλειδί στην πόρτα.
II.
Λαμβάνω μήνυμα στις 2 τη νύχτα κι ήταν τόσο απροσδόκητο όσο η είσοδος του καθενός μας στη ζωή του άλλου. Δε με περίμενες κι εγώ εμφανίστηκα μια Τρίτη ή Τετάρτη βράδυ και εισέβαλα βίαια σχεδόν στην καθημερινότητά σου, την ερωτική, τη φιλική, την πολιτική, την όπως και να’ χει πολύωρη.
III.
Ήμουν ένα φλερτ, κάτι κερασμένες μπύρες, κάμποσα πανέμορφα λόγια, μια φαντασίωση κι ένα μήνυμα, μια ζημιά κι ένα”θα έρθω να σε δω”, μια κατάθεση ψυχής, μια ανακούφιση και μια εναλλακτική επιλογή, βλέμματα,ένα “τι θα έκανα χωρίς εσένα” κι έπειτα έκανες χωρίς εμένα.
Έπειτα έκανες χωρίς εμένα.
Όποτε διαβάζω τα κείμενα σαν κι αυτό και γυρίζω πίσω στο τότε νιώθοντας πάλι τα τότε συναισθήματα, ψάχνω να βρω και τίποτα αστείο στη φάση και να, θυμήθηκα πως όσα διάβασες, στην αρχή ήταν κείμενο ενιαίο, ύστερα αποφάσισα να το σπάσω σε τρία, γιατί μεταξύ μας , αυτά ένιωθα ότι είχα πάρει κιόλας.
Και θυμάμαι μου κρατούσε συντροφιά και μου προσέφερε χαρτομάντιλα το Love will tear us apart again των Joy Division, που έπαιζε σαν μουσική υπόκρουση συνεχώς.
Αυτό ήταν ένα τρίπτυχο για τη συνειδητοποίηση του ότι η αγάπη θα μας διαλύσει ξανά. Και ξανά. Και ξανά. Ας είναι.
Στην εικόνα ο πίνακας “Το φιλί” του Π. Πικάσο
Η τρυφεράδα θα σώσει τον κόσμο.
Γράφω γιατί αλλιώς θα σκάσω.