Η ζωή συνεχίζεται. Πάλι στα ίδια. Πάλη στα ίδια. Τα μπούτια της έχουν πάρει το σχήμα της καρέκλας του γραφείου, ο δρόμος από κάτω δεν ησυχάζει ούτε τις ώρες κοινής ησυχίας, της σερβίρουν χαμογελαστά παχουλά ποτήρια μπύρας, οι άνθρωποι ακόμα σπρώχνονται μανιωδώς στις ουρές, ακόμα κοιτάνε τον διπλανό σαν απειλή, ακόμα δε χαμογελάνε στη θέα μιας τρυφερής εικόνας.
Κάθε μπουκάλι μπύρας έχει μέσα ένα τζίνι που βλέπει την ψυχή του καθενός που ρουφάει γουλιά. Χθες, το μπουκάλι άδειασε και βρισκόταν δίπλα της και το τζίνι βγήκε να κάνει διάλειμμα για τσιγάρο. Επιασαν την κουβέντα κι ενώ είχε πολλές ιστορίες να της πει, εκείνη παρατηρούσε πως εντέχνως πίσω από την πολυλογία του καμουφλάρει ένα λυγμό. Δεν το ρώτησε περισσότερα εκείνη την ώρα. Ισως το τζίνι απλά χρειαζόταν να μιλήσει με κάποιον.
Κι εκείνη μάλλον ήθελε απλά να μιλήσει. Περίεργο πράγμα η ελευθερία. Καμιά φορά μοιάζει λες και κάθε άνθρωπος που γνωρίζεις σου απαγορεύει κι από μια λέξη. Πριν συναντήσει το μπουκάλι και το τζίνι του, έκλαψε στη μέση του δρόμου, έκατσε σα χαμένη σε ένα πεζοδρόμιο, λέρωσε τη φούστα της, η φούστα σαν απάντηση την έπνιξε, το ούζο στο ποτήρι της τράβαγε τα μαλλιά, η καρέκλα είχε λουριά σφιχτά δεμένα στα πόδια της, το χέρι του διπλανού τοποθετημένο απαλά στην πλάτη της την έγδερνε. Ηθελε απλά να πάει βόλτα με τον άγνωστο τύπο με το πράο ύφος από το απέναντι τραπέζι. ‘Η απλά να πάει βόλτα. Χαμένη σε δαιδαλώδεις φασαρίες, “κοιμήσου” έλεγε στο μυαλό της , αλλά η σκέψη δεν έκλεινε μάτι.
Το μηδέν μπορείς να το κάνεις τρύπα και να πέσεις μέσα, να το φορέσεις ή να ς’ το φορέσουν δαχτυλίδι, να το φας λαίμαργα σαν λουκουμά. Να το κυλήσεις στην κατηφόρα. Να το κάνεις σωσίβιο κάθε που πνίγεσαι ή φωτοστέφανο κι όλοι να αναφωνούν “α, να ένας άγιος άνθρωπος”. ‘Η γιατί όχι; Να το δώσεις σε κάποιον τυλιγμένο εντυπωσιακά με έναν πλουμιστό φιόγκο.
Ξανακοίταξε το τζίνι, που αδιάκοπα μιλούσε. Χτύπησε με το δάχτυλό της το μπουκάλι, το τζίνι έβαλε τελεία και την κοίταξε. “ Γιατί η θλίψη;”
Λυπημένο ήταν το τζίνι γιατί κανείς λέει δεν του δίνει σημασία, όσοι στέκονται δίπλα από τα άδεια μπουκάλια κι ακούνε μια φωνούλα να τους μιλά, βιάζονται να το αποδόσουν στο αλκοόλ, “γαμώτο πολύ ήπια πάλι” και κανείς δε σκέφτεται ότι κάποιος όντως τους καλεί. Πάλι στα ίδια δηλαδή. Ακόμα και στα μεθύσια εγωιστές.
Η τρυφεράδα θα σώσει τον κόσμο.
Γράφω γιατί αλλιώς θα σκάσω.