Ο καιρός είναι αρκετά χειμερινός, και ‘γω ακόμα δεν είμαι έτοιμη για αυτό, φυλακίζονται τα μπράτσα μέσα στα πουλόβερ και δε θέλω να πω ατάκες τετριμμένες, όπως ότι το καλοκαίρι είναι μέσα μας αλλά να που ‘ χω ανάγκη να το πιστέψω. Το μόνο που μ’ αρέσει είναι πως ξεκίνησα να πίνω πάλι γαλλικό καφέ, δίνει άλλη νοστιμιά στο γράψιμο όταν το συνοδεύει. Ο φραπές είναι ξεγνοιασιά και ζωντάνια , ο γαλλικός γλυκιά μελαγχολία, απολογισμοί και υπολογισμοί για τα κείμενα.
Κάτι μέρες δεν έχουμε τρόπο άλλο, σαν να μπήκαμε με τ’ αμάξι σε στενό μονόδρομο, φοβούμενοι την όπισθεν προτιμάμε να τ’ αφήσουμε εδώ, να φωνάξουμε “παραδέχομαι έχασα δεν μπορώ άλλο σώστε με”. Ακούω και την καρδιά ια μου να λιποτακτεί / τι τα θες μάνα μου αυτά που ναι γι’ άλλους ξεκάθαρα εσύ δεν τα σηκώνεις, μείνε μες στα χαρτιά σου, θα σε θάψουν εκεί ανάμεσα σε πραγματικά και όχι πρόσωπα, ανάμεσα σε όσα μίσησες, σ’ όσα αγάπησες, στο μήνυμα μιας φίλης που το ‘σκασε τρέχοντας στα χέρια ενός άνδρα που λάτρεψες και με τον επίλογο από έναν που ξέσκισες καταλάθος. Γιατί οδηγάς ενώ μπορείς να τρέξεις με τα γρήγορα τέσσερά σου πόδια, με τα 24 σου γράμματα να φτιάξεις ένα νέο σπίτι και μέσα του να ζήσεις.
Επιτρέπει άραγε η Κέιτ Μος στον εαυτό της να γερνάει ;
Ανεβαίνοντας το δεξί μάτι μου πήρε μια πινακίδα. πάνω απ’ την παλιά βιοτεχνία δεσπόζουν τα γράμματα
< τ ε χ ν η τ η β ρ ο χ η >
τεχνητές λίμνες, τεχνητοί παράδεισοι, τεχνική υποστήριξη τι θα θέλατε παρακαλώ// δεν μπορώ να γράψω σιντί για τ’ αμάξι και δεν είναι πως δεν φτάνω ως εκεί αλλά νιώθω, να, πως πάντα κάνω κάτι λάθος, πως πάντα κάτι λείπει. τι πρόγραμμα χρησιμοποιώ; Καλέσαμε λάθος γραμμή υποστήριξης; Ποιοι είμαστε εμείς, μη μου μιλάτε άλλο στον πληθυντικό, όχι δεν είμαι κυρία, αφήστε με πια, δεν μπορώ που γερνάω, δεν είμαι η Κέιτ Μος
Ο Οκτώβρης είναι σαν Πρωτοχρονιά, ξανσυμμαζεύεσαι από την αρχή και πάμε πάλι. Και είναι το κράμα πείσματος κι ελπίδας που σε διακατέχει, πως αυτή τη χρονιά κάτι θα αλλάξει, κάποιος θα ξυπνήσει, θα βγούμε από την κατάσταση σταντ-μπάι και οι δρόμοι θα γεμίσουν κόσμο και τα ταβερνάκια παρέες που γελάνε και το φλερτ θα πάψει να ‘ναι προμαγειρεμένες ατάκες στο μεσεντζερ και άγνωστοι θα σου ζητάνε να χορέψετε και στα λεωφορεία οι άνθρωποι θα λένε καλημέρα, ευχαριστώ και παρακαλώ. Και οι ενημερώσεις του φβ δεν θα μυρίζουν ζουν θανατίλα και μιζέρια και οι ειδήσεις ψέμα. Και συ θα βρεις τη δουλειά που θες και θα τελειώσεις εκείνο το βιβλίο που κάποτε ξεκίνησες, θα γελάσεις και θα κλάψεις περισσότερο χωρίς αναστολές και θα μιλήσεις σε ‘κεινον τον άνθρωπο που ενώ ήθελες τόσα πολλά να ρωτήσεις, τόσα να μοιραστείς, τόσα να αναμείξετε, τον ρώτησες με ύφος τάχα αδιάφορο, μόνο , αν παίζει κανένα παρτάκι.
Έβγαλε κρύο και σκέφτομαι
Πώς θα τρέχω στην πόλη μπας και βρω σημείο κενό από κανίβαλους;
Η τρυφεράδα θα σώσει τον κόσμο.
Γράφω γιατί αλλιώς θα σκάσω.