Ή ένας εναλλακτικός τίτλος του “Η κουβέρτα”.
[Το παρακάτω κείμενο δεν έχει τίποτα καινούριο να πει. Δεν αποσκοπεί στη μάθηση. Προσπαθεί μόνο να γίνει ένα υστερόγραφο στις μέρες ενός κοριτσιού κάπου στην Αθήνα και να πείσει έναν φίλο να μην φοβηθεί . Ένα σημείωμα πριν την φυγή για εκείνη και τους Ανθρώπους γύρω της. Αφορμή για αυτή την γραπτή αναπαράσταση στάθηκαν κάποια κόκκινα μαλλιά πιασμένα σε αναμαλλιασμένη κοτσίδα από χέρια άλλου.]
Προχθές συνάντησα τη μάνα μου στο τέλος μια πολύ γεμάτης μέρας. “Φαίνεσαι κομμένη”, μου είπε. “Ναι μαμά, είναι που σήμερα εξαντλήθηκα να γελάω”.
Καιρό είχα να το πω αυτό. Λίγο η εξεταστική, λίγο ο χειμώνας και τα κρύα του, που τα αντιπαθώ σφόδρα, διότι πρώτον κρυουλιάρα και δεύτερον επιρρεπής στη μελαγχολία λόγω συννεφιάς, λίγο ‘κείνο που η Ξίου θα αποκαλούσε Seasonal affective disorder (δηλαδή αυτό που ανάλογα με την εποχιακή αλλαγή τραβάς και μια μικροκατάθλιψη), είχα πέσει σε μιας μορφής χειμερία νάρκη εσωτερικά.
Θαρρώ από τούτο τον τύπο “χειμερίας νάρκης” δε γλιτώνει κανένας. Πρώτα θύματα είναι εκείνοι οι άνθρωποι που πάντα περπατούν με σκυμμένο το κεφάλι. Όταν τους συναντάς στο δρόμο, σηκώνουν αργά- αργά, σχεδόν με τη βραδύτητα του βασανιστηρίου της σταγόνας, το βλέμμα από κάτω προς τα πάνω για να σε χαιρετήσουν. Πάντα με χαμηλή φωνή, σχεδόν ψιθυριστά, σα να θέλουν να σε νανουρίσουν. Ακόμα κι αυτοί, αν και καθημερινά δε συναντάνε ανθρώπινες φάτσες παρά μόνο τις μύτες των παπουτσιών τους, δε μπορούν να ξεφύγουν στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Ούτε και οι άλλοι βέβαια τη σκαπουλάρουν, αυτοί που κοιτάζουν πάντα ψηλά, σα να βάζουν στόχους ή να ονειρεύονται ουτοπίες, μέχρι να έρθει η στείρα πραγματικότητα και να τους προσγειώσει – συνήθως με τη μορφή λακκούβας ή κάποιας προεξοχής στο πεζοδρόμιο. Παρ’όλο που ακόμη και τότε -οι αθεόφοβοι- συνεχίζουν να έχουν τη ματιά στραμμένη ένα μέτρο ψηλότερα από τα κεφάλια τους και να φαντάζονται.
Κι έτσι μέσα στη χειμερία εσωτερική ετούτη νάρκη μου κατέληξα στο εξής πόρισμα: Ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου είναι η κουβέρτα του.
Οι φίλοι παραξενεύονται όταν τους λέω πως δε μου κάνει κάνει κέφι να βγω, “ελάτε να μοιραστούμε καναπέ και να σας μαγειρέψω”, αναρωτιούνται αν είναι όλα καλά τώρα που σταμάτησα να μετουσιώνω τους μεσημεριανούς καφέδες σε βραδινές μπύρες. Και ‘γω στην αρχή ανησυχούσα, μήπως από την πολύ πλύση εγκεφάλου της κοινωνίας άρχισα να πιάνω μούχλα. Ο Α. μού λέει πως μεγαλώνω και κατασταλάζω, η Χ. απολαμβάνει να με λέει “γιαγιάκα”, εγώ επαναλαμβάνω πως ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου είναι η κουβέρτα του.
Στην αρχή φοβόμουνα πολύ τον εαυτό μου σαν αποστασιοποιόταν από τα ξεφαντώματα, πάθαινε ένα πατατράκ το μέσα μου, φόβος μη χάσω τη ζωή. Ότι δε θα δω αρκετά, δε θα ακούσω αρκετά, δε θα νιώσω αρκετά. Φόβος μη σπαταλήσω τη στιγμούλα. Και περάσει η ζωή και δε μου φτάσει. Δεν με τάραζε η ιδέα του θανάτου. Με τρόμαζε η ιδέα της αβίωτης ζωής. Ξέρεις δε χρειάζεται να ζήσεις για πάντα, χρειάζεται απλά να ζεις. Αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί μετράμε τη γεμάτη ζωή αναλογικά με μια γεμάτη ατζέντα. Καταλήγω ότι μάλλον δε χρειάζεται, ή τουλάχιστον όχι πάντα.
Πλέον δε γράφω πολύ. Είμαι συνεπής στα εβδομαδιαία μου ιντερνετικά κείμενα (γαμώ το σύνδρομο της καλής μαθήτριας), αλλά τα προσωπικά τετράδια μού κρατάνε μούτρα από το ράφι της βιβλιοθήκης. Υπάρχουν ώρες που νιώθω πως μόνο το γράψιμο θα με σώσει, ωστόσο μόλις ανοίγω τη σελίδα δεν έχω ειρμό, δεν έχω θέμα, δεν έχω λέξεις. Κι έτσι ζωγραφίζω. Ζωγραφίζω το φεγγάρι κι ας μην έχει βγει. Ζωγραφίζω έναν πλανήτη και μέσα του κλείνω το όλο, το μισό, το τίποτα. Και θα υπάρξει. Ζωγραφίζω κι εμένα απάνω στον πλανήτη, σαν άλλο Μικρό Πρίγκιπα, κι αντί για Τριαντάφυλλο έχω ένα ποτήρι σανγκρία. Ζωγραφίζω τη θάλασσα, το βυθό, τα ψάρια, τα πλοία και μέσα τους κλείνω το πήγαινε, το έλα, το αταξίδευτο. Και θα υπάρξουν. Ζωγραφίζω τα δέντρα, τα βουνά, τα σώματα. Τα πρόσωπα των ανθρώπων. Φτιάχνω στόματα και μέσα τους κλείνω το γέλασε, το μίλησε, το κλάψε. Και θα υπάρξουν. Φτιάχνω έναν κύκλο και μέσα του κλείνω τους άλλους, τον κόσμο, εμένα. Και θα υπάρξω.
Τι να γίνει; Κάποιες μέρες είμαστε η έναστρη νύχτα του Βαν Γκογκ κι άλλες είμαστε το σημείωμα αυτοκτονίας του. ‘Η και το αυτί του.
Ναι μαμά. Προχθές κουράστηκα από το πολύ γέλιο. Και δε νομίζω πως θα γράψω ποτέ γραμμή πιο όμορφη από αυτή.
Η τρυφεράδα θα σώσει τον κόσμο.
Γράφω γιατί αλλιώς θα σκάσω.